Εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ του 1963 το κοινό στο θέατρο «Ακροπόλ» ήταν ενθουσιώδες. Στην πρώτη σειρά κάθονταν ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Στη σκηνή, ο Μάνος Λοΐζος και ο Χρήστος Λεοντής θα παρουσίαζαν για πρώτη φορά τραγούδια τους σε στίχους τού Μάνου Ελευθερίου, του Φώντα Λάδη και της Μάρως Λήμνου - αργότερα Λοΐζου.
Οταν η συναυλία τελείωσε, ο Μίκης ανέβηκε πλάι στους πέντε νέους και τους πρόσφερε μια πέτρα: «Σαν παλιότερος που είμαι», εξήγησε, «ήθελα σε σας τους νέους συναδέλφους να χάριζα κάτι περισσότερο από λόγια. Εψαξα, μα δεν βρήκα τίποτα καλύτερο απ' αυτή την πέτρα, που πέρασε ξυστά στο κεφάλι μου την ώρα που διηύθυνα τον «Επιτάφιο», στη Νάουσα, τον Οκτώβρη του 1961. Νομίζω πως καλύτερη τιμή δεν μου έγινε ώς τώρα, ακόμα κι αν, όχι από λάθος δικό μου, δεν έφαγα αυτόν το σκληρό καρπό της μακεδονικής γης στο κεφάλι».
Μεσ' στη συγκίνηση της βραδιάς, η πέτρα χάθηκε μετά στα παρασκήνια. Αλλά ο 26χρονος, τότε, Λοΐζος, που είχε εγκαταλείψει την Ανωτάτη Εμπορική, είχε περάσει από τη Σχολή Βακαλό και είχε κάνει το γκαρσόνι, τον γραφίστα και τον διακοσμητή για να μπορέσει να παραμείνει αφοσιωμένος στη μουσική, μάλλον δεν ξέχασε το δώρο του ανθρώπου που είχε είδωλό του. Από το ισπανικό «Τραγούδι του δρόμου», σε εναρμόνιση Λόρκα και απόδοση Γκάτσου, το πρώτο που είχε μόλις κυκλοφορήσει σε δίσκο, μέχρι τα τελευταία δικά του τραγούδια του 1980, ο Λοΐζος δεν έπαψε να βλέπει την πολιτική μεσ' από το καθρέφτισμά της στα πιο απλά πράγματα και τις καθημερινές στιγμές των ανθρώπων.