Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Τα 18' που συγκλόνισαν τη Δράμα

Ενα ζευγάρι (Ελένη Βεργέτη, Γιώργος Συμεωνίδης) ετοιμάζεται να θάψει ένα μωρό, καρπό παράνομου έρωτα
«Βάλ' το πίστομα μέσα». Είναι μία από τις πιο συγκλονιστικές φράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν την ξεχνάς ποτέ, όπως δεν ξεχνάς και τη σκηνή που περιγράφει ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κλείνοντας το διήγημά του «Πίστομα», δημοσιευμένο το 1899.
Ενα ζευγάρι (Ελένη Βεργέτη, Γιώργος Συμεωνίδης) ετοιμάζεται να θάψει ένα μωρό, καρπόπαράνομου έρωταΟ 40χρονος Αντώνης Κουκουλιώτης γυρνάει στο χωριό του από τα βουνά, όπου ζούσε ως παράνομος, αφού δόθηκε «αμνηστία στους κακούργους». Βρίσκει τη γυναίκα του με βρέφος νεογέννητο. Σκοτώνει τον εραστή της. Σκάβει ένα λάκκο και την αναγκάζει να βάλει μέσα το νήπιο, που αγγελικά χαμογελούσε και ο ήλιος εχρύσωνε τα ξανθά μαλλιά του.
Το «Πίστομα» διάλεξε ο 27χρονος Γιώργος Φουρτούνης για μια ταινία διάρκειας 18 λεπτών, που κέρδισε το περασμένο Σάββατο το Α' βραβείο μυθοπλασίας στη Δράμα. Ο Κερκυραίος λογοτέχνης έχει συχνά εμπνεύσει Ελληνες κινηματογραφιστές κάθε γενιάς και τάσης. Το ίδιο διήγημα έχει, για παράδειγμα, γίνει ταινία μικρού μήκους και από τον Πάνο Κοκκινόπουλο πίσω στο 1975.
Μεγάλα πλάνα
Ο νεαρός Φουρτούνης, όπως μας λέει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, μέλος της Κριτικής Επιτροπής του φεστιβάλ, ξεχώρισε για την «ωριμότητά» του. «Χειρίστηκε το διήγημα του Θεοτόκη με μεγάλα πλάνα, υπομονή, πειθαρχημένη κάμερα, χωρίς αταξίες και εφέ, καμία λαγνεία προς τη βία και με αποθέωση της σιωπής ως εκφραστικού μέσου».
Είναι ήδη πολλά για έναν σκηνοθέτη που έχει μόλις μία ταινία ακόμα στο βιογραφικό του (το ψηφιακό «Δ»). Ανακάλυψε, όπως μας λέει, το «Πίστομα» πρώτα από έναν φίλο του, που πριν από αρκετά χρόνια τον προέτρεψε να το διαβάσει. Αργότερα, σπουδαστής πια κινηματογράφου, άκουσε το δάσκαλό του Περικλή Χούρσογλου να το διαβάζει στην τάξη «ως δείγμα διηγήματος, που θα μπορούσε να γίνει από ταινία μικρού μήκους μέχρι μεγάλου μήκους και σίριαλ». Τότε σκέφτηκε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του πάνω στον βίαιο και σκοτεινό κόσμο του Θεοτόκη.
Εκανε τη διασκευή μόνος του. Και αποφάσισε ότι η ιστορία θα διαδραματιζόταν σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό. Το βρήκε τελικά έξω από την Καστοριά, στα Κορέστεια, εκεί όπου, όπως έμαθε, είχε κάνει γυρίσματα και ο Παντελής Βούλγαρης για τις «Νύφες» αλλά και την «Ψυχή βαθιά». Να μια πρώτη προσωπική του διαφοροποίηση από το διήγημα του Θεοτόκη. «Η ιστορία μου πήρε έτσι ένα χαρακτήρα μετεμφυλιακό, χωρίς όμως να είναι εντελώς χειροπιαστός. Θα 'λεγα ότι έχει κάτι το άχρονο» λέει.
Δύο στοιχεία του διηγήματος ενδιαφερόταν κυρίως να μεταφέρει με τον δικό του τρόπο στην οθόνη. «Πρώτα την αίσθηση της επιστροφής ενός άντρα σε έναν αφιλόξενο χώρο. Ο Θεοτόκης την περνάει σε μια μόνο, αλλά πολύ πυκνή παράγραφο. Επειτα ήταν το θέμα της γυναίκας του Αντώνη Κουκουλιώτη. Εδώ πήρα κάποιες ελευθερίες σε σχέση με το διήγημα, όπου εκλιπαρεί τον άνδρα της για τη σωτηρία του παιδιού και γενικά μιλάει. Προτίμησα να δείξω ότι είναι συνένοχη στη βία πάνω στο μωρό, αφού είναι ο μόνος δρόμος για να επανέλθει ο κόσμος της σε μια κανονικότητα και τάξη, να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως ήταν κάποτε. Ξέρουν και οι δύο ότι αυτό που κάνουν είναι λάθος, ότι ζουν σε έναν κόσμο βίας, αλλά παρ' όλα αυτά τον ακολουθούν τυφλά».
Εκανε και κάτι άλλο, που είναι από τα ατού της ταινίας του. Εμπιστεύτηκε απόλυτα τις σιωπές. «Πίστευα ότι το κλίμα του διηγήματος μπορούσε να αποδοθεί και χωρίς πρόζα, ότι περισσότερα πράγματα θα έβγαιναν αν η γυναίκα δεν μιλούσε, αλλά απλώς έπραττε. Ηταν ένα ρίσκο που πήρα και δεν μετανιώνω» λέει ο Γιώργος Φουρτούνης.
Την ίδια αφαιρετικότητα επέλεξε και για το θέμα του μωρού, που στο διήγημα του Θεοτόκη φαίνεται και περιγράφεται με τρυφερό και δραματικό τρόπο. «Με απασχόλησε πολύ το αν έπρεπε ή όχι να δείξω το παιδί. Αποφάσισα να ακούγεται απλώς η φωνούλα του, όταν ο άντρας πρωτομπαίνει σπίτι του. Καθοριστική για την απόφασή μου ήταν μια ταινία του Παύλου Τάσιου, το «Στίγμα», με τη Λαζαρίδου και τον Καφετζόπουλο. Κι εκεί το θέμα ήταν ένα παιδί, ένα άρρωστο παιδί, αλλά δεν το βλέπαμε, το βάρος έπεφτε στους γονείς και τις επιλογές τους» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Αφανής βία
Μ' αυτά και μ' αυτά πάει εντελώς η βία, που δίνει ιδιαίτερη δύναμη στο διήγημα του Θεοτόκη; «Η βία δεν φαίνεται», απαντά ο Γιώργος Φουρτούνης. «Ηθελα να την αισθάνεσαι με έναν περίεργο τρόπο. Ολες οι πράξεις μοιάζουν φυσιολογικές και αναπόφευκτες. Οχι εύκολες, αλλά σίγουρα σαν μια λογική συνέπεια στον συγκεκριμένο κόσμο».
Γύρισε την ταινία του ολομόναχος, με ελάχιστα χρήματα, λίγες χιλιάδες ευρώ. Τώρα σκέφτεται ότι θα 'θελε να ζήσει μια «διαφορετική εμπειρία». Εδωσε τρία χρόνια από τη ζωή του για μια ταινία 18 λεπτών, που παίχτηκε, όπως λέει, σε μια αίθουσα. «Ισως μια ταινία μεγάλου μήκους δίνει μεγαλύτερη αξία στο χρόνο που αφιερώνεις». Του το ευχόμαστε ολόψυχα.
info: πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Συμεωνίδης και η Ελένη Βεργέτη. Δ/νση φωτ.: Γκίκας Πέτρος. Μοντάζ: Τσινάσκι Αλμπερτ. Σκηνικά: Μπούσκα Κία, Ανδρεάδη Καλλιόπη. Κοστούμια: Παπαγεωργίου Νίκη
Ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου