Σαν σήµερα. Σαν σήµερα, 14 Φεβρουαρίου έφυγε από τη ζωή στα 79 του χρόνια ο Κάρολος Κουν. Εχοντας σηµαδέψει το ελληνικό θέατρο. Για πάντα. Και αν το «Θέατρο Τέχνης» που υπάρχει σήµερα δεν έχει µεγάλη σχέση µε το «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν, ο Κουν υπάρχει παντού στο ελληνικό θέατρο. Ενας εξαιρετικός αφιερωµατικός τόµος που µόλις εξέδωσε το Μορφωτικό Ιδρυµα Εθνικής Τραπέζης µε επιστηµονική επιµέλεια της∆ηώς Καγγελάρη τον κάνει ακόµα πιο επίκαιρο.
«Και µόνο που ακόµα ρωτάτε τι έχει µείνει σήµερα απότον Κουν, 24 χρόνια µετά τον θάνατό του, “εδώ που έφθασε, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαµε, µεγάλη δόξα” που λέει και ο ποιητής» παρατηρεί ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Βασίλης Παπαβασιλείου, µαθητής του Κουν, παραπέµποντας στον Καβάφη.
«Για έναν άνθρωπο ο οποίος πραγµατώνει σκηνικό έργο αναλώσιµο στο εδώ και τώρατο να τον µνηµονεύουµε κάθεχρόνο επί ένα τέταρτο του αιώνα δίνει τοµέτρο µιας αξίας ή αν θέλετε και µιας ανάγκης ηµών των περιλειποµένων ή και των δύο µαζί».
«Τα πρώτα του βήµατα» αναλύει η θεατρολόγος ∆ηώ Καγγελάρη, που διδάσκει στον Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης και είχε την επιστηµονικήεπιµέλεια τουτόµου «Κάρολος Κουν», «γίνονται στη δεκαετία του ‘30. Και το 1942 ιδρύει το “Θέατρο Τέχνης” – ένα ορόσηµοστην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Είναι εποχή µεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων στην Ελλάδα. Ο Κουν έρχεται σε ρήξη µε την ακαδηµαϊκή τροπή που είχε πάρει πια το Εθνικό Θέατρο το οποίο εκφράζει ένα κλασικιστικό ιδεώδες. Αλλά στην κοινωνία δεν υπάρχει η αρµονία που προτείνουν οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου.
Αυτό δενσηµαίνει πως ο Κουν έκανε ένα άµεσα πολιτικό θέατρο. Αλλά, όταν γίνονται τέτοιες κοσµοϊστορικές αλλαγές, µεταβάλλεται και η ευαισθησία και η συνείδηση των ανθρώπων. Αρα και στους καλλιτέχνες και στους θεατές είναι άλλο το ζητούµενο. Επίσης, όταν µία κοινωνία είναι διαιρεµένη, δεν µπορεί να την εκφράζει µόνον µία αισθητική – η αισθητική του άχρονου κλασικιστικού ιδεώδους. Αυτή τη νέα ανάγκη, αυτή τηνέα ευαισθησία, αυτό το νέορίγος καλλιεργεί η αισθητικήτου “Θεάτρου Τέχνης”. Πρόκειται για την εδραίωση της µοντερνικότητας στο ελληνικό θέατρο. Η οποία, όπως και σε άλλες µορφές της τέχνης – τη ζωγραφική,την ποίηση… –, προσπαθεί να συγκεράσει το µοντερνιστικό στοιχείο µε την ελληνικότητα.
Αλλά ο Κουνδεν θα µείνει καθηλωµένος.
Αν τόσεςκαιτόσες γενιές έχουν να λένε ότι συνάντησαν ένα θαύµαστοθέατρο “Αλίκης” πρώτα,στο “Υπόγειο” στη συνέχεια, είναι ακριβώς γιατί το “Θέατρο Τέχνης” εξελισσόταν µέσα στα χρόνια, δεν έµεινε ίδιο. Ηταν σε συνεχή διάλογο µε τις εξελίξεις στην τέχνη».
«Ο Κουν», λέει οΒασίλης Παπαβασιλείου, «ήταν γενάρχης της δηµοκρατικής επανάστασης που έχει φτάσει στον κολοφώνα της στις µέρες µας µε τηνέννοια ότι ήταν ο πρώτος που έστρεψετο βλέµµα του σε µία δεξαµενή ανθρώπων η οποία ήτανάγνωστη γη γιατα κυρίαρχα κριτήρια τουτότε θεάτρου: έναν κόσµο λαϊκό, εργατικό, που δεν είχε τίτλους ευγενείας σε ό,τι αφορά την επί σκηνής εµφάνισή του. Εδωσε το δικαίωµα και τη νοµιµοποίηση σε ανθρώπους που µε όρους αισθητικής και κοινωνικής ορθοφροσύνης δεν θα είχαν θέση στη σκηνή».
Και σήµερα; Τι έχει µείνει από τον Κουν στο ελληνικό θέατρο;
∆ηώ Καγγελάρη: «Σήµερα, αν πιάσουµε το νήµα,όλο το ελληνικό θέατρο έχει άµεση σχέσηµε τον Κουν. Ολα τα εκ των υστέρων καλλιτεχνικά θέατρα –η “Σκηνή”, η “νέα Σκηνή”, το “Εµπρός”, το “Αττις”… – δεν θα υπήρχαν αν δεν είχε εδραιωθεί το “Θέατρο Τέχνης”.
Αλλά και ως προς την εξέλιξη της τέχνης του σκηνοθέτη,διάδοχοι του Κουν δενείναι µόνον οιλαµπροί µαθητές του, είναι και όσοι έβλεπαν τις παραστάσεις τουκαι τις κράτησαν στη µνήµητους, είναι και νέοι που δεν πρόλαβαν να τις δουν αλλά το νήµα αυτό συνεχίζουν όταν επιδιώκουν την εποχή τους να εκφράσουν».
Και ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Αν δει κανένας σήµερα στην Ελλάδα των χιλίων νέων ηθοποιών τον χρόνο και των χιλιάδων νεανικών οµάδων, πίσω από πολλά από αυτά τα παιδιά που ήταν αγέννητα ή πολύ µικρά όταν πέθανεο Κουν ή, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν δει καµία παράστασή του, µπορεί να αναγνωρίσει τη σκιά αυτού του µεγάλου γενάρχη».
gsarigiannis@dolnet.gr
Με τον Κουν το «Θέατρο Τέχνης» γίνεται ένας κρίκος σε µία µεγάλη αλυσίδα καλλιτεχνικών Θεάτρων της Ευρώπης. Θεάτρων που ταυτίζονται µε την τέχνη του σκηνοθέτη
Η εποχή του µελαγχολικού µπλουζ
Η ειδική σχέση του Κουν µε το θεατρικά αληθοφανές αποκαλύπτεται ακόµα πιο χαρακτηριστικά στις περίφηµες και πρωτοφανείς τότε «αλλαγές» εικόνων και σκηνικών. Οπου καθηλωµένοι και συνεπαρµένοι οι θεατές, οι συνηθισµένοι στη βελούδινη αυλαία, έβλεπαν στο µισοσκόταδο συνήθως τις µουντές, φαιές φιγούρες των ηθοποιών και των µαθητών να επιδίδονται, γλιστρώντας αθόρυβα σε αστραπιαίες µετατοπίσεις και εξαφανίσεις «τοίχων», «παράθυρων», πάγκων και τραπεζιών... ταξιδεύοντάς τους, ανεπαισθήτως πώς, σε χώρο και χρόνο. Στους ελάχιστους πιστούς ήταν ευθύς εξαρχής αισθητό και ευκρινές αυτό το θεατρικό ιδίωµα και έντονη η παραµυθητική του ισχύς. Μια ξεχωριστή θεατρική γλώσσα φτιαγµένη από άχνα και ηµιτόνια, σιωπές και παύσεις, καλειδοσκοπικούς ψυχισµούς και γήινες φωτοσκιάσεις... Σχηµατοποιώντας κανείς, θα αποκαλούσε αυτή την πρώτη δεκαετία του Υπόγειου ως την εποχή του µελαγχολικού µπλουζ. Αυτή η «ατµόσφαιρα», όπως την έλεγαν, δεν εκπορευόταν µόνο από τη στανισλαβσκική εκδοχή του Κουν αλλά έµµεσα οφειλόταν και σε µια εξαρχής επίµονη προτίµησή του προς µια ορισµένη «στόφα» ηθοποιών, µε άµεσα αναγνωρίσιµο physique, που παρέπεµπε, ως προς τους άνδρες κυρίως, σε φαντάρους και ναύτες του Γιάννη Τσαρούχη. Μορφές και όψεις που στο δικό του βλέµµα δεν παραχάραζαν ωραιοπαθώς το γνήσιο και το ελληνικό, όπως εντελώς ιδιοσυγκρασιακά τα αντιλαµβανόταν. (Απόσπασµα από τη µαρτυρία της Μάγιας Λυµπεροπούλου «Πρόβες και υποκριτική: Το άλλο ήθος» που περιλαµβάνεται στον τόµο «Κάρολος Κουν» του Μορφωτικού Ιδρύµατος Εθνικής Τραπέζης)
Τα νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου