Παίδες, ήταν πολύ δύσκολο αλλά το πήρα απόφαση. Το καλοκαίρι τελείωσε. Πήρε μαζί του το νησί, τα βράδυα με την πανσέληνο, τη Γαλλίδα, τα καρπούζια μαζί με τον Βαγγέλη, τις ελπίδες και εκείνον. Δεν πιστεύω να αναρωτιόσαστε ποιος με πήρε εμένα; Ελάτε τώρα παίδες, τόσα χρόνια με ξέρετε πια. Ο διάολος φυσικά.
Και ιδού πώς δρομολογήθηκε το πράμα. Σας τα γράφω γιατί ξέρω τι κουτσόμπολα είστε αν και θα προτιμούσα να πάρω ένα φτυάρι για να τα θάψω (στον ίδιο τάφο με το καλοκαίρι για να μου 'ρθει πιο οικονομικά).
Λοιπόν άρχισα, που λέτε, να δουλεύω στη φρουτερί του Τζίζας με δόλιο σκοπό. Σ' αυτόν είπα ότι έτσι θα τον απελευθερώσω ώστε να μπορεί να ζήσει τον έρωτά του με τη Γαλλίδα και στον εαυτό μου είπα ότι ζώντας καθημερινά με αυτή τη δύστροπη πριγκηπέσα θα την ξεπεράσει και θα τη ξαναστείλει πακέτο στον Ολάντ σύντομα. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι αμείλικτο παίδες. Οι αγάπες γεννιούνται και σαπίζουν μέσα σε μια μέρα σα γερμάδες. Κάθισα λοιπόν και πουλούσα γερμάδες επί ένα μήνα στον κάθε πικραμένο ελπίζοντας να σαπίσει ο δικός τους. Το κλίμα που επικράτησε μεταξύ πελατών και εμού ήταν σουρεαλιστικό. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά πουλούσα φρούτα ή στο θανατηφόρο ερωτοχτύπημά μου. Ακούστε έναν τυπικό διάλογο και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.
Ντόπια κυρία= Καλημέρα. Πού πήγε το παλικάρι μας;
Εγώ= Δεν ξέρω. Διακοπές.
Ντόπια κυρία= Με την κοπελίτσα του πήγε;
Εγώ= Ποια κοπελίτσα του; Με μια… Γαλλίδα πήγε.
Ντόπια κυρία= Αυτή την όμορφη;
Εγώ= Μωρέ ας φορούσα κι εγώ 17 Σανέλ…
Ντόπια= Ε... δεν φοράει και πολλά…
Εγώ= Έτσι είναι αυτές οι ξένες κυρία μου. Όλα στη φόρα!
Ντόπια= Ας είχα κι εγώ αυτό το σωματάκι και θα τα 'βγαζα.
Εγώ= Αίσχος σκατόγρια (αυτό μέσα από τα δόντια μου).
Ντόπια= Το καρπούζι σας είναι καλό ή ζαχαρωμένο;
Εγώ= Ζαχαρωμένο.
Ντόπιαα= Δηλαδή να μην το πάρω;
Εγώ= Όχι.
Ντόπια= Τι να πάρω;
Εγώ= Τη Γαλλίδα τηλέφωνο. Να της πείτε να πάρει τον πούλο (κι αυτό μέσα από τα δόντια μου).
Εγώ= Δεν ξέρω. Διακοπές.
Ντόπια κυρία= Με την κοπελίτσα του πήγε;
Εγώ= Ποια κοπελίτσα του; Με μια… Γαλλίδα πήγε.
Ντόπια κυρία= Αυτή την όμορφη;
Εγώ= Μωρέ ας φορούσα κι εγώ 17 Σανέλ…
Ντόπια= Ε... δεν φοράει και πολλά…
Εγώ= Έτσι είναι αυτές οι ξένες κυρία μου. Όλα στη φόρα!
Ντόπια= Ας είχα κι εγώ αυτό το σωματάκι και θα τα 'βγαζα.
Εγώ= Αίσχος σκατόγρια (αυτό μέσα από τα δόντια μου).
Ντόπια= Το καρπούζι σας είναι καλό ή ζαχαρωμένο;
Εγώ= Ζαχαρωμένο.
Ντόπιαα= Δηλαδή να μην το πάρω;
Εγώ= Όχι.
Ντόπια= Τι να πάρω;
Εγώ= Τη Γαλλίδα τηλέφωνο. Να της πείτε να πάρει τον πούλο (κι αυτό μέσα από τα δόντια μου).
Σ’ αυτό το σημείο η ντόπια την έκανε με ελαφρά κι εγώ έτρωγα ένα γερμά άπλυτο ελπίζοντας να πάθω δηλητηρίαση από τα λιπάσματα-φάρμακα-ορμόνες. Μετά καθόμουνα με τα ζουμιά να τρέχουν από το στόμα μου και οραματιζόμουνα τον Τζίζας να τα μαθαίνει όλα, να παρατάει τη Γαλλίδα μεσοπέλαγα, να έρχεται με υδροπλάνο στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν μεταξύ ζωής και θανάτου, να μου βγάζει τη μάσκα οξυγόνου και να μου δίνει ένα φιλί. Όχι γαλλικό παρακαλώ. Θα προτιμούσα ένα ιταλικό, ένα μεξικάνικο, ένα οποιοδήποτε άλλο πλην του υπερτιμημένου γαμογαλλικού.
Οι περισσότεροι πελάτες ευτυχώς ήταν ξένοι και είχαν συνηθίσει την αυτοεξυπηρέτηση γιατί κάθε μέρα που περνούσε η κατάθλιψή μου χειροτέρευε. Έτρωγα τα πιο άπλυτα, τα πιο σάπια φρούτα αλλά η άτιμη η κράση μου ήταν υπερβολικά γερή. Τίποτα δεν έπαθα. Καθόμουν λοιπόν υγιέστατη και δυστυχέστατη και παρακολουθούσα τους αλλοδαπούς να διαλέγουν, να βάζουν σε σακούλες, να ζυγίζουν και να με πληρώνουν. Απαθώς. Εγώ δεν είμαι για εμπόριο παίδες. Εγώ είμαι καλλιτέχνης. Το μόνο που έκανα με συνέπεια ήταν το εξής: όταν έβλεπα ευτυχισμένο ζευγαράκι του πρόσθετα ΦΠΑ (Φόρο Πληγείσας Αξιοπρέπειας) 20%, έτσι για το γαμώτο.
Μέχρι που ένα δειλινό εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά μου ο Τζίζας. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Το μαλλί του ήταν άλουστο, το λευκό του πουκάμισο τσαλακωμένο, η μούρη του γκρίζα. Τρόμαξα. Τον ρώτησα τι έγινε. Δεν μίλησε. Άρπαξε απλώς έναν άπλυτο γερμά κι άρχισε να τον τρώει με τα ζουμιά να πέφτουν στο παντελόνι του. (Τότε άρχισε να αναδιαμορφώνεται ραγδαία το όνειρο. Σας το είπα παίδες. Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Θα πιάναμε μια ωραία πτέρυγα στην κλινική Σινούρη, θα μοιραζόμασταν τα αντικαταθλιπτικά, θα ζούσαμε το όνειρο αν και σε ελαφρώς εφιαλτική εκδοχή).
«Η Γαλλίδα είναι στη Γαλλία», μου ξεφούρνισε τελικά πετώντας το κουκούτσι στο καφάσι. «Λοιπόν κλείσε το μαγαζί και πάμε να πιούμε». Κατεβάσαμε τα ρολά και την κάναμε. Το πιο κοντινό μπαρ ήταν δέκα μέτρα. Κάναμε 20 λεπτά αλλά φτάσαμε. Πιάσαμε από ένα πεζούλι κι ένα μπουκάλι Στόλι και μέχρι τις 9 ήμασταν κουρούμπελα. Γύρω στις 9.30 και αφού είχα ακούσει με κάθε λεπτομέρεια το δράμα του, έγινε αυτό που καμιά αρρωστημένη φαντασία δεν προέβλεψε. Ο Τζίζας με άρπαξε και με φίλησε, έτσι ξαφνικά, στη μέση ενός κλάματος και λίγης βότκας. Μόλις συνήλθα, τον φίλησα κι εγώ στο μάγουλο και σηκώθηκα να φύγω. Όταν έρχεται η ώρα της αποχώρησης, ένα κορίτσι πρέπει να ξέρει να αποχωρεί παίδες μου αγαπημένοι.
-Πού πας; Γιατί φεύγεις; με ρώτησε ικετευτικά.
-Δεν φταις εσύ, του είπα και του χάιδεψα το λυπημένο του μούτρο. Είναι που σιχαίνομαι τα γαλλικά φιλιά…
-Δεν φταις εσύ, του είπα και του χάιδεψα το λυπημένο του μούτρο. Είναι που σιχαίνομαι τα γαλλικά φιλιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου