Τη συνάντησα το καλοκαίρι του 2004 στη Μαραθούπολη, κοντά στην Κυπαρισσία. Εκείνη 2-3 εβδομάδων. Την είχαν βρει στα κεραμίδια του σπιτιού να κλαίει, οι δύο κόρες της φίλης που με φιλοξένησε. Μέσα στη τσίμπλα, σχεδόν ετοιμοθάνατη. Την άφησε εκεί η μάνα της, είπαν οι δύο αδελφές, για να γλιτώσει από τα σκυλιά. Την περιμάζεψαν, την έπλυναν, της έδωσαν γάλα. Όταν έφτασα εγώ, είχε σχεδόν ανακτήσει τις δυνάμεις της. Μέρα με τη μέρα, η βελτίωση ήταν θεαματική. Ολόμαυρη, με μακρύ γυαλιστερό τρίχωμα, και γαλαζοπράσινα ματάκια όλο τσαχπινιά. Έτρεχε και έπαιζε όλη μέρα πάνω-κάτω. Έγινε μέλος της παρέας. Μαζί μας και ένα τεράστιο και υπέροχο καφετί θηλυκό κυνηγόσκυλο Μπράκ, που ανήκε στη κόρη και τον γαμπρό της φίλης. Όταν μαζευόμασταν στην αυλή το σκυλί ακουμπούσε το κεφάλι της σ’ έναν τσιμεντένιο πεζούλι με μαρμάρινη πλάκα για να δροσιστεί. Το αγαπημένο παιχνίδι της Τάρας, έτσι την είχαν βαφτίσει, ήταν να παίρνει φόρα από μακριά, γκαγκάν, γκαγκάν, και μπαφ! να τραβάει, με το ποδαράκι της, ένα σκαμπίλι στη μουσούδα της σκύλας, έχοντας πλήρη και απόλυτη άγνοια του κινδύνου που θα μπορούσε να διατρέξει. Από την πλευρά του το μπρακ, υλοποιώντας την ρήση του Ευαγγελίου («Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19,14)), ανεχόταν σιωπηλά και με την μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στον ισχυρό, τα σκαμπίλια της Τάρας.
Πέρασαν οι μέρες και ήρθε η ώρα της επιστροφής στην Αθήνα. Την Τάρα τι θα την κάνουμε; Η φίλη μου είχε ήδη τρεις γάτες και έναν σκύλο, ο δε σύντροφός της απειλούσε ότι θα την αφήσει αν προστεθεί και άλλο κατοικίδιο στο διαμέρισμα της Αθήνας. Οι δύο κόρες αρνητικές, οπότε ο κλήρος έπεσε σε μένα. Λίγο διστακτικός στην αρχή, ομολογώ, αλλά η σκέψη πως μπορεί την Ταρούλα να την φάνε τα σκυλιά, με έπεισε. Έτσι η Τάρα, από αλανιάρα επαρχιώτισσα, έγινε πρωτευουσιάνα διαμερίσματος. Είμαστε από τότε αχώριστοι. Την λατρεύω. Τι υπέροχα ζώα που είναι οι γάτες. Χαδιάρες, όλο τρυφερότητα. Είναι όμως και ανεξάρτητες, όπως οι γυναίκες. Έχουν προσωπικότητα και χαρακτήρα. Δεν είναι δεδομένες. Πρέπει κάθε μέρα να τις κατακτάς.
Στην αρχή, μικρούλα όπως ήταν, την έχανα και με έπιανε πανικός ότι την έχασα. Έτρεχε πάνω κάτω, κρυβόταν κάτω από τα έπιπλα. Στη φούρια της απάνω, έριχνε αντικείμενα. Της έλεγα, τι έγινε βρε Τάρα, τα 'κανες σαλάτα, τα 'κανες ταραμο(υ)σαλάτα!
Η συνεννόηση μεταξύ μας απόλυτη. Της μιλάω και μου μιλάει. Για κάθε πράγμα που θέλει, κάνει και διαφορετικό νιαούρισμα. Άλλο όταν πεινάει, άλλο όταν θέλει να της ανοίξω τη βεράντα για να πάει στο χώμα της, άλλο όταν τρίβεται πάνω μου και μου ζητά να τη χαϊδέψω. Τα βράδια όταν θεωρήσει ότι ήρθε η ώρα να αποτραβηχτούμε για ύπνο βγάζει έναν πολύ χαρακτηριστικό ήχο, μερικές φορές πολύ επιτακτικά, σα να μου λέει, παράτα επιτέλους αυτόν τον παλιο-υπολογιστή και πάμε για ύπνο. Η κόρη μου, ίσως ζηλεύοντας και λίγο, ισχυρίζεται πως η Τάρα είναι η λιγότερο καταπιεσμένη γάτα στον κόσμο. Όταν κάνει τα νυχάκια της στον αριστερό βραχίονα του καναπέ (τον οποίο έχει ουσιαστικά διαλύσει…) ή σπανιότερα στις ψάθινες καρέκλες (έχει ξεκοιλιάσει μια απ’ αυτές), αντί να τη μαλώσω, της λέω «μπράβο Ταρούλα μου γλυκιά, μπράβο κοριτσάκι μου όμορφο».
Όταν τελικά πέφτω για ύπνο, σαλτάρει δίπλα μου, απλώνω το χέρι μου μέσα στο σκοτάδι στο κεφαλάκι της και τη ράχη της, την χαϊδεύω, και έχουμε τον εξής διάλογο, σχεδόν τον ίδιον κάθε μέρα: Καλώς την, χρρρ, χρρρ, είσαι μια κουτσούνα, χρρρ, χρρρ, πες μου βρε Ταρούλα ποιος άλλος έχει ένα κοριτσάκι σαν κι’ εσένα; χρρρ, χρρρ, (και απαντώντας ο ίδιος στο ερώτημά που έθεσα, συνεχίζω) κανείς άλλος δεν έχει ένα κοριτσάκι σαν κι’ εσένα, μόνο εγώ, μόνο εγώ, χρρρ, χρρρ. Στο τέλος, μας παίρνει ο ύπνος. Ίσως κάποιες φορές πρώτα εμένα! Όπως όταν νανουρίζεις το παιδί σου και αποκοιμιέσαι πρώτος... Το πρωί τη βρίσκω συνήθως να κοιμάται στο ύψος των ποδιών μου. Άλλες, πάλι, φορές ξυπνάει πριν από μένα, οπότε αρχίζει να χοροπηδάει σαν ελατήριο, να προσπαθεί να μου δαγκώσει τα δάχτυλα των ποδιών, σαν να μου λέει όλο χαρά, άντε σήκω, ξημέρωσε καινούργια μέρα.
Τάρα μου γλυκιά, σ’ αγαπώ πολύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου