Αρθρο του/της: Χριστιάννα Λούπα
Συζητώντας με τη γυναίκα του, Κορέττα, το τραγικό τέλος του Κέννεντυ, ο Κινγκ είπε με παγερότητα:
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
ΤΟ ΒΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ
ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ | Κυριακή 16 Ιουνίου 2002
Ο άνθρωπος που τολμούσε να ονειρεύεται, ο ηγέτης των Αφροαμερικανών που πυροβόλησε εξ επαφής τον εφιάλτη του ρατσισμού, ο εφημέριος από την Τζόρτζια που έβγαλε από την Αμερική τη θλιβερή λευκή κουκούλα της γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929. Οι Κινγκ ήταν μια μεσοαστική οικογένεια της Τζόρτζια γαλουχημένη στην παράδοση του μαύρου κλήρου των Νότιων Πολιτειών. Ο πατέρας και ο παππούς του ήταν βαπτιστές ιεροκήρυκες· το δεύτερο όνομα προστέθηκε όταν ο Μάρτιν ήταν μόλις πέντε ετών, ως φόρος τιμής στον Λούθηρο της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
Ηδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο της λευκής μισαλλοδοξίας. Πολύ αργότερα θα μιλήσει εκτενώς για τις κουρτίνες που στοίχειωσαν τα παιδικά χρόνια του, εκείνες που χρησιμοποιούσαν στις τραπεζαρίες των τρένων για να χωρίσουν τους λευκούς από τους μαύρους. «Ημουν πολύ μικρός όταν βίωσα την πρώτη μου εμπειρία πίσω από την κουρτίνα. Ενιωσα σαν να είχε πέσει μια κουρτίνα πάνω σε όλη μου τη ζωή».
Σε ηλικία 15 ετών ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ξεκίνησε να φοιτά στο Κολέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντας, με βάση ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Στο τελευταίο έτος των σπουδών του εγκατέλειψε διά παντός το ενδιαφέρον του για την ιατρική και τη νομική και επέλεξε, υπό την έντονη ψυχολογική πίεση του πατέρα του, τη σταδιοδρομία του κληρικού. Τα επόμενα τρία χρόνια σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ στο Τσέστερ της Πενσυλβανίας από όπου αποφοίτησε το 1951 με δίπλωμα θεολογίας.
Τεράστια επίδραση στην ήδη αφυπνισμένη σκέψη του άσκησε η φιλοσοφία της «πολιτικής ανυπακοής» και της «μη βίας» του Μαχάτμα Γκάντι καθώς και οι θεωρίες των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Από το Κρόζερ βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Κορέτα Σκοτ. Εκεί εξάλλου εναγκαλίστηκε και μια στέρεη βάση για τις δικές του θεολογικές και ηθικές αρχές πάνω στην οποία έχτισε και τη διδακτορική διατριβή του «Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν». Ο Κινγκ αντιλαμβανόταν τον θεό ως μια εμπρόσωπη οντότητα· ο άνθρωπος εκαλείτο να οδηγηθεί από τον θεό.
Ηταν σχεδόν ένα χρόνο εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της λεωφόρου Ντέξτερ στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όταν η ολιγομελής ομάδα οπαδών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της πόλης εγκαινίασε τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια λεωφορεία. Αφορμή η σύλληψη την 1η Δεκεμβρίου του 1955 της μοδίστρας Ρόζας Παρκς, η οποία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε ένα λευκό επιβάτη όπως όριζε η νομοθεσία φυλετικών διακρίσεων. Ενθερμοι εκπρόσωποι του ντόπιου μαύρου πληθυσμού έσπευσαν να ιδρύσουν την «Ενωση για την Πρόοδο» του Μοντγκόμερι με επικεφαλής τον Κινγκ.
Στη διάρκεια της παρθενικής ομιλίας του ως προέδρου της οργάνωσης επέδειξε την εξέχουσα ρητορική του δεινότητα: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε. Επί πολλά χρόνια έχουμε δείξει απίστευτη υπομονή. Εχουμε δημιουργήσει μερικές φορές στους λευκούς αδελφούς μας την εντύπωση ότι μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονταν. Ηρθαμε όμως εδώ για να λυτρωθούμε από την υπομονή εκείνη που μας κάνει να υπομένουμε οτιδήποτε το λιγότερο από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη». Το αμερικανικό έθνος είχε μόλις αποκτήσει μια νέα φωνή· 382 μέρες αργότερα οι μαύροι του Μοντγκόμερι είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο λεωφορείο.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου» εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον ισόβιο αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Εχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στον Νότο ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική της ενεργού μη βίας διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Εχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νομπέλ Ειρήνης ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας όσο και στην απασχόληση. Σε λίγο όμως θα εμφανιστούν τα πρώτα σημεία αντιπολίτευσης στους κόλπους του μαύρου κινήματος· η φιλοσοφία της μη βίας «σκοντάφτει» όλο και συχνότερα σε εξαγριωμένους ριζοσπάστες που δεν αργούν να του «κολλήσουν» και το άκρως ειρωνικό προσωνύμιο «de Lawd» («ο κ. Προσευχόμενος»). Ο Κινγκ προσπαθεί να διευρύνει τη βάση της οργάνωσής του: συγκροτεί ένα μέτωπο των φτωχών πληθυσμών από όλες τις φυλές, τάσσεται κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, πολεμά πλέον «για μια ριζική αναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας, μια επανάσταση αξιών».
Στις 4 Απριλίου 1968 ο μαύρος ηγέτης δολοφονείται σε ηλικία 39 ετών από έναν λευκό «αδελφό» ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι του μοτέλ στο οποίο είχε καταλύσει με τους στενούς συνεργάτες του στο Μέμφις του Τενεσί. Στις 10 Μαρτίου 1969 ο δολοφόνος του Τζέιμς Ιρλ Ρέι ομολογεί και καταδικάζεται σε 99 ετών ειρκτή.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Ακουσα πυροβολισμό και μετά αίματα παντού»
The Guardian
Ο Τζέσι Τζάκσον δεν δυσκολεύεται καθόλου να θυμηθεί τις τελευταίες του στιγμές με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Βρισκόταν στο πάρκινγκ του Μοτέλ Λορέιν στο Μέμφις, ενώ ο Κινγκ στεκόταν στο μπαλκόνι του δωματίου 306. Ο ηγέτης του κινήματος των μαύρων και ο νεαρός τότε βοηθός του ετοιμάζονταν να πάνε για δείπνο με τοπικό ιερέα, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. «Το επόμενο πράγμα που άκουσα, ήταν κάποιον να φωνάζει: Πέστε κάτω! και την αστυνομία να πλησιάζει με τα όπλα στα χέρια. Υπήρχαν αίματα παντού, ενώ ένας φωτογράφος μάζεψε λίγο αίμα σε χάρτινο κύπελλο», θυμάται ο Τζάκσον. Λίγα λεπτά πριν πεθάνει, ο δρ Κινγκ επέπληξε τον Τζάκσον, επειδή ο νεαρός βοηθός του δεν είχε φορέσει γραβάτα, αναγκαίο αξεσουάρ για το δείπνο στου συντηρητικού ιερέα του Μέμφις.
Αλλαξε η ζωή του
Τα λίγα αυτά λεπτά, πριν από 40 χρόνια, έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό ψυχισμό των ΗΠΑ, ενώ άλλαξαν τη ζωή του 26χρονου Τζάκσον, που πήρε την ώρα κείνη την απόφαση να ταχθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του κινήματος. Ο Τζάκσον βρισκόταν στη σκηνή της Μασονικής Στοάς του Μέμφις, το προηγούμενο βράδυ, όταν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του, στην οποία είπε, λες και προαισθανόταν τη δολοφονία του: «Δεν έχει σημασία τι θα γίνει τώρα με μένα, γιατί βρέθηκα στην κορυφή του βουνού και κοίταξα από εκεί. Και είδα τη Γη της Επαγγελίας».
Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Τζέσι Τζάκσον συνεχίζει να αναρωτιέται πόσο ψηλά στο βουνό έχουν ανεβεί οι Αφροαμερικανοί. Ο αιδεσιμότατος Τζάκσον, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των πολιτικών διεκδικήσεων των μαύρων της Αμερικής, εκτιμά σήμερα ότι οι μαύροι έχουν πραγματοποιήσει σημαντικά πολιτικά βήματα, αν και μένει ακόμη πολύς δρόμος μέχρι τον τελικό στόχο. Το 1965, στις ΗΠΑ υπήρχαν 300 μαύροι εκλεγμένοι πολιτικοί, ενώ ο αριθμός αυτός φθάνει σήμερα τους 10.000. Ανάλογα άλματα διαπιστώνει ο Τζάκσον και στον τομέα της ψυχαγωγίας και του αθλητισμού.
Τα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου, αποκαλύπτουν όμως και μία διαφορετική πραγματικότητα. Το 25% των Αφροαμερικανών ζουν σε καθεστώς φτώχειας, συγκρινόμενο με 8% των λευκών. 70% των μαύρων αγοριών εγκαταλείπουν το λύκειο πριν αποφοιτήσουν, ενώ περισσότεροι μαύροι άνδρες βρίσκονται στις φυλακές, παρά στα πανεπιστήμια, ενώ οι μαύροι άνδρες έχουν προσδόκιμο ζωής μικρότερο κατά έξι έτη, σε σχέση με τους λευκούς Αμερικανούς. Ο Τζέσι Τζάκσον ερμηνεύει τις ανισότητες αυτές και τη συνέχισή τους στις σύγχρονες ΗΠΑ υποστηρίζοντας ότι οι ρατσιστικοί νόμοι του αμερικανικού Νότου έχουν ακυρώσει τις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας κατά των φυλετικών διακρίσεων του 1954.
Βαθιές ανισότητες
Ο αγώνας του δρα Κινγκ οδήγησε μεν στην άρση των πολιτιστικών και πολιτικών εμποδίων, που αντιμετώπιζαν οι μαύροι, αφήνοντας άθικτες τις βαθιές οικονομικές ανισότητες. «Οι μαύροι μπορεί να εκλέγονται σήμερα σε πολιτικούς θώκους, αλλά τα οικονομικά προβλήματα της εποχής του δρα Κινγκ συνεχίζουν να τους ταλαιπωρούν. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω άνδρες να ψηφίζουν υπέρ μίας γυναίκας -της Χίλαρι- και λευκούς να ψηφίζουν υπέρ ενός μαύρου, του Μπαράκ Ομπάμα. Πρόκειται για πραγματική αναγέννηση της Αμερικής», λέει ο Τζάκσον. Για να στηρίξει την άποψή του, ο Τζέσι Τζάκσον χρησιμοποιεί το παράδειγμα των πρόσφατων προκριματικών εκλογών στην πολιτεία του Μισισιπή. «Εκεί λιντσάρανε τον Εμετ Τιλ, τον Μέντγκαρ Εβερς, τον Τζέιμς Τσάνι, τον Αντι Γκούντμαν, τον Μάικλ Σουέρνερ.
Σήμερα, όμως, η πολιτεία του Μισισιπή διεξάγει προκριματικές εκλογές για όλους τους κατοίκους της και όχι μόνο για τους λευκούς, ενώ νικητής αναδεικνύεται ένας Αφροαμερικανός. Είναι μία μεγάλη στιγμή για την αμερικανική ιστορία».
Ο Τζέσι Τζάκσον έχει θέσει δύο φορές υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ: το 1984 και το 1988. «Οι λευκοί δεν ήταν έτοιμοι την εποχή εκείνη να σπάσουν το “χρωματικό” φράγμα», λέει ο Τζάκσον, που θυμάται μία προεκλογική ομιλία του σε αγροτική κοινότητα της Αϊόβα.
Ο ενωτικός αγρότης
Εκεί, ηλικιωμένος λευκός άνδρας τον πλησίασε και του είπε: «Αιδεσιμότατε, το μήνυμά σας είναι καλό, ενώ αν και δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι γι’ αυτό, σας παρακαλώ να μη μας εγκαταλείψετε». Ο Τζάκσον λέει για τη συνάντηση αυτή: «Δεν ξέχασα ποτέ αυτό τον ηλικιωμένο αγρότη και το ενωτικό του μήνυμα, που θα είχε συγκινήσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ».
Στο στόχαστρο του FBI και του Εντγκαρ Χούβερ
Στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι ο δρ Κινγκ είχε επηρεασθεί από το κομμουνιστικό κίνημα, το FBI του τότε πανίσχυρου Εντγκαρ Τζ. Χούβερ διέταξε την επί 24ώρου βάσης παρακολούθησή του. Το μόνο που πέτυχε η υπηρεσία ήταν να αποκαλύψει ενοχλητικές λεπτομέρειες για την εξωσυζυγική ερωτική ζωή του δρος Κινγκ, τις οποίες αξιοποίησε αργότερα, προσπαθώντας –μάταια– να τον εξευτελίσει στα μάτια των υποστηρικτών του.
Τον Σεπτέμβριο του 1963, ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντι ενέκρινε την παρακολούθηση του τηλεφώνου του δρος Κινγκ και την παράνομη (και κρυφή) έρευνα των γραφείων του. Η περιφρόνηση που έτρεφε ο (κρυφός ομοφυλόφιλος) Εντγκαρ Χούβερ για την προσωπικότητα του δρος Κινγκ είναι εμφανής στα δεκάδες μνημόνια που απέστειλε ο διευθυντής του FBI στα κατά τόπους γραφεία της υπηρεσίας. Ο Χούβερ συνήθιζε επίσης να προσθέτει χειρόγραφες παρατηρήσεις, κάτω από θετικά άρθρα του αμερικανικού Τύπου για τον δρα Κινγκ. Κάτω από άρθρο που κάνει λόγο για τη συνάντηση μεταξύ Κινγκ – Πάπα, ο Χούβερ γράφει: «Απίστευτο! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Πάπας δέχθηκε να δει αυτόν τον έκφυλο». Το FBI έστειλε μάλιστα και ανώνυμη υβριστική επιστολή στον Κινγκ, γράφοντας: «Είσαι ένας εγκληματίας και απατεώνας».
Από Palmografos.com: Palmografos.com - Μάρτιν Λούθερ Κινγκ - Αφιέρωμα
Συζητώντας με τη γυναίκα του, Κορέττα, το τραγικό τέλος του Κέννεντυ, ο Κινγκ είπε με παγερότητα:
“Αυτό θα συμβεί και σε μένα. Σου το λέω και πάλι, αυτή η κοινωνία είναι άρρωστη”.
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Πολιτικός αγωνιστής (1929-1968)
ΤΟ ΒΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ
ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ | Κυριακή 16 Ιουνίου 2002
Ο άνθρωπος που τολμούσε να ονειρεύεται, ο ηγέτης των Αφροαμερικανών που πυροβόλησε εξ επαφής τον εφιάλτη του ρατσισμού, ο εφημέριος από την Τζόρτζια που έβγαλε από την Αμερική τη θλιβερή λευκή κουκούλα της γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929. Οι Κινγκ ήταν μια μεσοαστική οικογένεια της Τζόρτζια γαλουχημένη στην παράδοση του μαύρου κλήρου των Νότιων Πολιτειών. Ο πατέρας και ο παππούς του ήταν βαπτιστές ιεροκήρυκες· το δεύτερο όνομα προστέθηκε όταν ο Μάρτιν ήταν μόλις πέντε ετών, ως φόρος τιμής στον Λούθηρο της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
Ηδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο της λευκής μισαλλοδοξίας. Πολύ αργότερα θα μιλήσει εκτενώς για τις κουρτίνες που στοίχειωσαν τα παιδικά χρόνια του, εκείνες που χρησιμοποιούσαν στις τραπεζαρίες των τρένων για να χωρίσουν τους λευκούς από τους μαύρους. «Ημουν πολύ μικρός όταν βίωσα την πρώτη μου εμπειρία πίσω από την κουρτίνα. Ενιωσα σαν να είχε πέσει μια κουρτίνα πάνω σε όλη μου τη ζωή».
Σε ηλικία 15 ετών ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ξεκίνησε να φοιτά στο Κολέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντας, με βάση ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Στο τελευταίο έτος των σπουδών του εγκατέλειψε διά παντός το ενδιαφέρον του για την ιατρική και τη νομική και επέλεξε, υπό την έντονη ψυχολογική πίεση του πατέρα του, τη σταδιοδρομία του κληρικού. Τα επόμενα τρία χρόνια σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ στο Τσέστερ της Πενσυλβανίας από όπου αποφοίτησε το 1951 με δίπλωμα θεολογίας.
Τεράστια επίδραση στην ήδη αφυπνισμένη σκέψη του άσκησε η φιλοσοφία της «πολιτικής ανυπακοής» και της «μη βίας» του Μαχάτμα Γκάντι καθώς και οι θεωρίες των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Από το Κρόζερ βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Κορέτα Σκοτ. Εκεί εξάλλου εναγκαλίστηκε και μια στέρεη βάση για τις δικές του θεολογικές και ηθικές αρχές πάνω στην οποία έχτισε και τη διδακτορική διατριβή του «Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν». Ο Κινγκ αντιλαμβανόταν τον θεό ως μια εμπρόσωπη οντότητα· ο άνθρωπος εκαλείτο να οδηγηθεί από τον θεό.
Ηταν σχεδόν ένα χρόνο εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της λεωφόρου Ντέξτερ στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όταν η ολιγομελής ομάδα οπαδών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της πόλης εγκαινίασε τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια λεωφορεία. Αφορμή η σύλληψη την 1η Δεκεμβρίου του 1955 της μοδίστρας Ρόζας Παρκς, η οποία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε ένα λευκό επιβάτη όπως όριζε η νομοθεσία φυλετικών διακρίσεων. Ενθερμοι εκπρόσωποι του ντόπιου μαύρου πληθυσμού έσπευσαν να ιδρύσουν την «Ενωση για την Πρόοδο» του Μοντγκόμερι με επικεφαλής τον Κινγκ.
Στη διάρκεια της παρθενικής ομιλίας του ως προέδρου της οργάνωσης επέδειξε την εξέχουσα ρητορική του δεινότητα: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε. Επί πολλά χρόνια έχουμε δείξει απίστευτη υπομονή. Εχουμε δημιουργήσει μερικές φορές στους λευκούς αδελφούς μας την εντύπωση ότι μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονταν. Ηρθαμε όμως εδώ για να λυτρωθούμε από την υπομονή εκείνη που μας κάνει να υπομένουμε οτιδήποτε το λιγότερο από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη». Το αμερικανικό έθνος είχε μόλις αποκτήσει μια νέα φωνή· 382 μέρες αργότερα οι μαύροι του Μοντγκόμερι είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο λεωφορείο.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου» εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον ισόβιο αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Εχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στον Νότο ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική της ενεργού μη βίας διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Εχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νομπέλ Ειρήνης ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας όσο και στην απασχόληση. Σε λίγο όμως θα εμφανιστούν τα πρώτα σημεία αντιπολίτευσης στους κόλπους του μαύρου κινήματος· η φιλοσοφία της μη βίας «σκοντάφτει» όλο και συχνότερα σε εξαγριωμένους ριζοσπάστες που δεν αργούν να του «κολλήσουν» και το άκρως ειρωνικό προσωνύμιο «de Lawd» («ο κ. Προσευχόμενος»). Ο Κινγκ προσπαθεί να διευρύνει τη βάση της οργάνωσής του: συγκροτεί ένα μέτωπο των φτωχών πληθυσμών από όλες τις φυλές, τάσσεται κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, πολεμά πλέον «για μια ριζική αναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας, μια επανάσταση αξιών».
Στις 4 Απριλίου 1968 ο μαύρος ηγέτης δολοφονείται σε ηλικία 39 ετών από έναν λευκό «αδελφό» ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι του μοτέλ στο οποίο είχε καταλύσει με τους στενούς συνεργάτες του στο Μέμφις του Τενεσί. Στις 10 Μαρτίου 1969 ο δολοφόνος του Τζέιμς Ιρλ Ρέι ομολογεί και καταδικάζεται σε 99 ετών ειρκτή.
“I have a dream”, 28 Αυγούστου 1963.
Η συγκλονιστική ομιλία του στην Ουάσιγκτον που πέρασε στην Ιστορία, όχι μόνο για την μεγάλη συρροή του κόσμου, αλλά κυρίως για το αντιρατσιστικό και ενωτικό μήνυμά της, που τράνταξε συθέμελα τη ρατσιστική και αρτηριοσκληρωμένη Αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αποτέλεσε δέ, πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο στα Αγγλικά από το:
http://www.americanrhetoric.com/speeches/mlkihaveadream.htm
I
am happy to join with you today in what will go down in history as the
greatest demonstration for freedom in the history of our nation.
Five
score years ago, a great American, in whose symbolic shadow we stand
today, signed the Emancipation Proclamation. This momentous decree came
as a great beacon light of hope to millions of Negro slaves who had
been seared in the flames of withering injustice. It came as a joyous
daybreak to end the long night of their captivity.
But
one hundred years later, the Negro still is not free. One hundred
years later, the life of the Negro is still sadly crippled by the
manacles of segregation and the chains of discrimination. One hundred
years later, the Negro lives on a lonely island of poverty in the midst
of a vast ocean of material prosperity. One hundred years later, the
Negro is still languished in the corners of American society and finds
himself an exile in his own land. And so we’ve come here today to
dramatize a shameful condition.
In
a sense we’ve come to our nation’s capital to cash a check. When the
architects of our republic wrote the magnificent words of the
Constitution and the Declaration of Independence, they were signing a
promissory note to which every American was to fall heir. This note was a
promise that all men, yes, black men as well as white men, would be
guaranteed the “unalienable Rights” of “Life, Liberty and the pursuit of
Happiness.” It is obvious today that America has defaulted on this
promissory note, insofar as her citizens of color are concerned. Instead
of honoring this sacred obligation, America has given the Negro people
a bad check, a check which has come back marked “insufficient funds.”
But
we refuse to believe that the bank of justice is bankrupt. We refuse
to believe that there are insufficient funds in the great vaults of
opportunity of this nation. And so, we’ve come to cash this check, a
check that will give us upon demand the riches of freedom and the
security of justice.
We
have also come to this hallowed spot to remind America of the fierce
urgency of Now. This is no time to engage in the luxury of cooling off
or to take the tranquilizing drug of gradualism. Now is the time to make
real the promises of democracy. Now is the time to rise from the dark
and desolate valley of segregation to the sunlit path of racial
justice. Now is the time to lift our nation from the quicksands of
racial injustice to the solid rock of brotherhood. Now is the time to
make justice a reality for all of God’s children.
It
would be fatal for the nation to overlook the urgency of the moment.
This sweltering summer of the Negro’s legitimate discontent will not
pass until there is an invigorating autumn of freedom and equality.
Nineteen sixty-three is not an end, but a beginning. And those who hope
that the Negro needed to blow off steam and will now be content will
have a rude awakening if the nation returns to business as usual. And
there will be neither rest nor tranquility in America until the Negro is
granted his citizenship rights. The whirlwinds of revolt will continue
to shake the foundations of our nation until the bright day of justice
emerges.
But
there is something that I must say to my people, who stand on the warm
threshold which leads into the palace of justice: In the process of
gaining our rightful place, we must not be guilty of wrongful deeds. Let
us not seek to satisfy our thirst for freedom by drinking from the cup
of bitterness and hatred. We must forever conduct our struggle on the
high plane of dignity and discipline. We must not allow our creative
protest to degenerate into physical violence. Again and again, we must
rise to the majestic heights of meeting physical force with soul force.
The
marvelous new militancy which has engulfed the Negro community must
not lead us to a distrust of all white people, for many of our white
brothers, as evidenced by their presence here today, have come to
realize that their destiny is tied up with our destiny. And they have
come to realize that their freedom is inextricably bound to our freedom.
We cannot walk alone.
And as we walk, we must make the pledge that we shall always march ahead.
We cannot turn back.
There
are those who are asking the devotees of civil rights, “When will you
be satisfied?” We can never be satisfied as long as the Negro is the
victim of the unspeakable horrors of police brutality. We can never be
satisfied as long as our bodies, heavy with the fatigue of travel,
cannot gain lodging in the motels of the highways and the hotels of the
cities. We cannot be satisfied as long as the negro’s basic mobility is
from a smaller ghetto to a larger one. We can never be satisfied as
long as our children are stripped of their self-hood and robbed of
their dignity by signs stating: “For Whites Only.” We cannot be
satisfied as long as a Negro in Mississippi cannot vote and a Negro in
New York believes he has nothing for which to vote. No, no, we are not
satisfied, and we will not be satisfied until “justice rolls down like
waters, and righteousness like a mighty stream.”¹
I
am not unmindful that some of you have come here out of great trials
and tribulations. Some of you have come fresh from narrow jail cells.
And some of you have come from areas where your quest — quest for
freedom left you battered by the storms of persecution and staggered by
the winds of police brutality. You have been the veterans of creative
suffering. Continue to work with the faith that unearned suffering is
redemptive. Go back to Mississippi, go back to Alabama, go back to South
Carolina, go back to Georgia, go back to Louisiana, go back to the
slums and ghettos of our northern cities, knowing that somehow this
situation can and will be changed.
Let us not wallow in the valley of despair, I say to you today, my friends.
And
so even though we face the difficulties of today and tomorrow, I still
have a dream. It is a dream deeply rooted in the American dream.
I
have a dream that one day this nation will rise up and live out the
true meaning of its creed: “We hold these truths to be self-evident,
that all men are created equal.”
I
have a dream that one day on the red hills of Georgia, the sons of
former slaves and the sons of former slave owners will be able to sit
down together at the table of brotherhood.
I
have a dream that one day even the state of Mississippi, a state
sweltering with the heat of injustice, sweltering with the heat of
oppression, will be transformed into an oasis of freedom and justice.
I
have a dream that my four little children will one day live in a
nation where they will not be judged by the color of their skin but by
the content of their character.
I have a dream today!
I have a dream that one day, down
in Alabama, with its vicious racists, with its governor having his
lips dripping with the words of “interposition” and “nullification” —
one day right there in Alabama little black boys and black girls will
be able to join hands with little white boys and white girls as sisters
and brothers.
I have a dream today!
I
have a dream that one day every valley shall be exalted, and every
hill and mountain shall be made low, the rough places will be made
plain, and the crooked places will be made straight; “and the glory of
the Lord shall be revealed and all flesh shall see it together.”2
This is our hope, and this is the faith that I go back to the South with.
With
this faith, we will be able to hew out of the mountain of despair a
stone of hope. With this faith, we will be able to transform the
jangling discords of our nation into a beautiful symphony of
brotherhood. With this faith, we will be able to work together, to pray
together, to struggle together, to go to jail together, to stand up for
freedom together, knowing that we will be free one day.
And this will be the day — this will be the day when all of God’s children will be able to sing with new meaning:
My country ’tis of thee, sweet land of liberty, of thee I sing.
Land where my fathers died, land of the Pilgrim’s pride,
From every mountainside, let freedom ring!
And if America is to be a great nation, this must become true.
And so let freedom ring from the prodigious hilltops of New Hampshire.
Let freedom ring from the mighty mountains of New York.
Let freedom ring from the heightening Alleghenies of Pennsylvania.
Let freedom ring from the snow-capped Rockies of Colorado.
Let freedom ring from the curvaceous slopes of California.
But not only that:
Let freedom ring from Stone Mountain of Georgia.
Let freedom ring from Lookout Mountain of Tennessee.
Let freedom ring from every hill and molehill of Mississippi.
From every mountainside, let freedom ring.
And
when this happens, when we allow freedom ring, when we let it ring
from every village and every hamlet, from every state and every city,
we will be able to speed up that day when all of God’s
children, black men and white men, Jews and Gentiles, Protestants and
Catholics, will be able to join hands and sing in the words of the old
Negro spiritual:
Free at last! Free at last!
Thank God Almighty, we are free at last!
Η Ομιλία - Καταπέλτης του Μ.Λ.Κ. εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, στη Riverside Church της Νέας Υόρκης, στις 4 Απριλίου 1967, είναι σχεδόν άγνωστη στον περισσότερο κόσμο. Η δύναμη του λόγου του χαρισματικού και ριζοσπαστικού αυτού ηγέτη ωστόσο, είναι απίστευτη!
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της Ομιλίας στα Αγγλικά από το:
http://www.ssc.msu.edu/~sw/mlk/brkslnc.htm
——————————————————————————–
I come to this
magnificent house of worship tonight because my conscience leaves me no
other choice. I join with you in this meeting because I am in deepest
agreement with the aims and work of the organization which has brought
us together: Clergy and Laymen Concerned about Vietnam. The recent
statement of your executive committee are the sentiments of my own
heart and I found myself in full accord when I read its opening lines:
“A time comes when silence is betrayal.” That time has come for us in
relation to Vietnam.
The truth of these
words is beyond doubt but the mission to which they call us is a most
difficult one. Even when pressed by the demands of inner truth, men do
not easily assume the task of opposing their government’s policy,
especially in time of war. Nor does the human spirit move without great
difficulty against all the apathy of conformist thought within one’s
own bosom and in the surrounding world. Moreover when the issues at
hand seem as perplexed as they often do in the case of this dreadful
conflict we are always on the verge of being mesmerized by uncertainty;
but we must move on.
Some of us who have
already begun to break the silence of the night have found that the
calling to speak is often a vocation of agony, but we must speak. We
must speak with all the humility that is appropriate to our limited
vision, but we must speak. And we must rejoice as well, for surely this
is the first time in our nation’s history that a significant number of
its religious leaders have chosen to move beyond the prophesying of
smooth patriotism to the high grounds of a firm dissent based upon the
mandates of conscience and the reading of history. Perhaps a new spirit
is rising among us. If it is, let us trace its movement well and pray
that our own inner being may be sensitive to its guidance, for we are
deeply in need of a new way beyond the darkness that seems so close
around us.
Over the past two
years, as I have moved to break the betrayal of my own silences and to
speak from the burnings of my own heart, as I have called for radical
departures from the destruction of Vietnam, many persons have
questioned me about the wisdom of my path. At the heart of their
concerns this query has often loomed large and loud: Why are you
speaking about war, Dr. King? Why are you joining the voices of
dissent? Peace and civil rights don’t mix, they say. Aren’t you hurting
the cause of your people, they ask? And when I hear them, though I
often understand the source of their concern, I am nevertheless greatly
saddened, for such questions mean that the inquirers have not really
known me, my commitment or my calling. Indeed, their questions suggest
that they do not know the world in which they live.
In the light of such
tragic misunderstandings, I deem it of signal importance to try to
state clearly, and I trust concisely, why I believe that the path from
Dexter Avenue Baptist Church — the church in Montgomery, Alabama, where
I began my pastorate — leads clearly to this sanctuary tonight.
I come to this
platform tonight to make a passionate plea to my beloved nation. This
speech is not addressed to Hanoi or to the National Liberation Front.
It is not addressed to China or to Russia.
Nor is it an attempt
to overlook the ambiguity of the total situation and the need for a
collective solution to the tragedy of Vietnam. Neither is it an attempt
to make North Vietnam or the National Liberation Front paragons of
virtue, nor to overlook the role they can play in a successful
resolution of the problem. While they both may have justifiable reason
to be suspicious of the good faith of the United States, life and
history give eloquent testimony to the fact that conflicts are never
resolved without trustful give and take on both sides.
Tonight, however, I
wish not to speak with Hanoi and the NLF, but rather to my fellow
Americans, who, with me, bear the greatest responsibility in ending a
conflict that has exacted a heavy price on both continents.
The Importance of Vietnam
Since I am a preacher by trade, I suppose it is not surprising that I
have seven major reasons for bringing Vietnam into the field of my moral
vision. There is at the outset a very obvious and almost facile
connection between the war in Vietnam and the struggle I, and others,
have been waging in America. A few years ago there was a shining moment
in that struggle. It seemed as if there was a real promise of hope for
the poor — both black and white — through the poverty program. There
were experiments, hopes, new beginnings. Then came the buildup in
Vietnam and I watched the program broken and eviscerated as if it were
some idle political plaything of a society gone mad on war, and I knew
that America would never invest the necessary funds or energies in
rehabilitation of its poor so long as adventures like Vietnam continued
to draw men and skills and money like some demonic destructive suction
tube. So I was increasingly compelled to see the war as an enemy of the
poor and to attack it as such.
Perhaps the more
tragic recognition of reality took place when it became clear to me
that the war was doing far more than devastating the hopes of the poor
at home. It was sending their sons and their brothers and their
husbands to fight and to die in extraordinarily high proportions
relative to the rest of the population. We were taking the black young
men who had been crippled by our society and sending them eight
thousand miles away to guarantee liberties in Southeast Asia which they
had not found in southwest Georgia and East Harlem. So we have been
repeatedly faced with the cruel irony of watching Negro and white boys
on TV screens as they kill and die together for a nation that has been
unable to seat them together in the same schools. So we watch them in
brutal solidarity burning the huts of a poor village, but we realize
that they would never live on the same block in Detroit. I could not be
silent in the face of such cruel manipulation of the poor.
My third reason
moves to an even deeper level of awareness, for it grows out of my
experience in the ghettoes of the North over the last three years —
especially the last three summers. As I have walked among the
desperate, rejected and angry young men I have told them that Molotov
cocktails and rifles would not solve their problems. I have tried to
offer them my deepest compassion while maintaining my conviction that
social change comes most meaningfully through nonviolent action. But
they asked — and rightly so — what about Vietnam? They asked if our own
nation wasn’t using massive doses of violence to solve its problems,
to bring about the changes it wanted. Their questions hit home, and I
knew that I could never again raise my voice against the violence of
the oppressed in the ghettos without having first spoken clearly to the
greatest purveyor of violence in the world today — my own government.
For the sake of those boys, for the sake of this government, for the
sake of hundreds of thousands trembling under our violence, I cannot be
silent.
For those who ask
the question, “Aren’t you a civil rights leader?” and thereby mean to
exclude me from the movement for peace, I have this further answer. In
1957 when a group of us formed the Southern Christian Leadership
Conference, we chose as our motto: “To save the soul of America.” We
were convinced that we could not limit our vision to certain rights for
black people, but instead affirmed the conviction that America would
never be free or saved from itself unless the descendants of its slaves
were loosed completely from the shackles they still wear. In a way we
were agreeing with Langston Hughes, that black bard of Harlem, who had
written earlier:
O, yes,
I say it plain,
America never was America to me,
And yet I swear this oath–
America will be!
Now, it should be
incandescently clear that no one who has any concern for the integrity
and life of America today can ignore the present war. If America’s soul
becomes totally poisoned, part of the autopsy must read Vietnam. It
can never be saved so long as it destroys the deepest hopes of men the
world over. So it is that those of us who are yet determined that
America will be are led down the path of protest and dissent, working
for the health of our land.
As if the weight of
such a commitment to the life and health of America were not enough,
another burden of responsibility was placed upon me in 1964; and I
cannot forget that the Nobel Prize for Peace was also a commission — a
commission to work harder than I had ever worked before for “the
brotherhood of man.” This is a calling that takes me beyond national
allegiances, but even if it were not present I would yet have to live
with the meaning of my commitment to the ministry of Jesus Christ. To
me the relationship of this ministry to the making of peace is so
obvious that I sometimes marvel at those who ask me why I am speaking
against the war. Could it be that they do not know that the good news
was meant for all men — for Communist and capitalist, for their
children and ours, for black and for white, for revolutionary and
conservative? Have they forgotten that my ministry is in obedience to
the one who loved his enemies so fully that he died for them? What then
can I say to the “Vietcong” or to Castro or to Mao as a faithful
minister of this one? Can I threaten them with death or must I not
share with them my life?
Finally, as I try to
delineate for you and for myself the road that leads from Montgomery
to this place I would have offered all that was most valid if I simply
said that I must be true to my conviction that I share with all men the
calling to be a son of the living God. Beyond the calling of race or
nation or creed is this vocation of sonship and brotherhood, and
because I believe that the Father is deeply concerned especially for
his suffering and helpless and outcast children, I come tonight to
speak for them.
This I believe to be
the privilege and the burden of all of us who deem ourselves bound by
allegiances and loyalties which are broader and deeper than nationalism
and which go beyond our nation’s self-defined goals and positions. We
are called to speak for the weak, for the voiceless, for victims of our
nation and for those it calls enemy, for no document from human hands
can make these humans any less our brothers.
Strange Liberators
And as I ponder the madness of Vietnam and search within myself for
ways to understand and respond to compassion my mind goes constantly to
the people of that peninsula. I speak now not of the soldiers of each
side, not of the junta in Saigon, but simply of the people who have
been living under the curse of war for almost three continuous decades
now. I think of them too because it is clear to me that there will be
no meaningful solution there until some attempt is made to know them
and hear their broken cries.
They must see
Americans as strange liberators. The Vietnamese people proclaimed their
own independence in 1945 after a combined French and Japanese
occupation, and before the Communist revolution in China. They were led
by Ho Chi Minh. Even though they quoted the American Declaration of
Independence in their own document of freedom, we refused to recognize
them. Instead, we decided to support France in its reconquest of her
former colony.
Our government felt
then that the Vietnamese people were not “ready” for independence, and
we again fell victim to the deadly Western arrogance that has poisoned
the international atmosphere for so long. With that tragic decision we
rejected a revolutionary government seeking self-determination, and a
government that had been established not by China (for whom the
Vietnamese have no great love) but by clearly indigenous forces that
included some Communists. For the peasants this new government meant
real land reform, one of the most important needs in their lives.
For nine years
following 1945 we denied the people of Vietnam the right of
independence. For nine years we vigorously supported the French in
their abortive effort to recolonize Vietnam.
Before the end of
the war we were meeting eighty percent of the French war costs. Even
before the French were defeated at Dien Bien Phu, they began to despair
of the reckless action, but we did not. We encouraged them with our
huge financial and military supplies to continue the war even after
they had lost the will. Soon we would be paying almost the full costs
of this tragic attempt at recolonization.
After the French
were defeated it looked as if independence and land reform would come
again through the Geneva agreements. But instead there came the United
States, determined that Ho should not unify the temporarily divided
nation, and the peasants watched again as we supported one of the most
vicious modern dictators — our chosen man, Premier Diem. The peasants
watched and cringed as Diem ruthlessly routed out all opposition,
supported their extortionist landlords and refused even to discuss
reunification with the north. The peasants watched as all this was
presided over by U.S. influence and then by increasing numbers of U.S.
troops who came to help quell the insurgency that Diem’s methods had
aroused. When Diem was overthrown they may have been happy, but the
long line of military dictatorships seemed to offer no real change —
especially in terms of their need for land and peace.
The only change came
from America as we increased our troop commitments in support of
governments which were singularly corrupt, inept and without popular
support. All the while the people read our leaflets and received
regular promises of peace and democracy — and land reform. Now they
languish under our bombs and consider us — not their fellow Vietnamese
–the real enemy. They move sadly and apathetically as we herd them off
the land of their fathers into concentration camps where minimal social
needs are rarely met. They know they must move or be destroyed by our
bombs. So they go — primarily women and children and the aged.
They watch as we
poison their water, as we kill a million acres of their crops. They
must weep as the bulldozers roar through their areas preparing to
destroy the precious trees. They wander into the hospitals, with at
least twenty casualties from American firepower for one
“Vietcong”-inflicted injury. So far we may have killed a million of
them — mostly children. They wander into the towns and see thousands of
the children, homeless, without clothes, running in packs on the
streets like animals. They see the children, degraded by our soldiers
as they beg for food. They see the children selling their sisters to
our soldiers, soliciting for their mothers.
What do the peasants
think as we ally ourselves with the landlords and as we refuse to put
any action into our many words concerning land reform? What do they
think as we test our latest weapons on them, just as the Germans tested
out new medicine and new tortures in the concentration camps of
Europe? Where are the roots of the independent Vietnam we claim to be
building? Is it among these voiceless ones?
We have destroyed
their two most cherished institutions: the family and the village. We
have destroyed their land and their crops. We have cooperated in the
crushing of the nation’s only non-Communist revolutionary political
force — the unified Buddhist church. We have supported the enemies of
the peasants of Saigon. We have corrupted their women and children and
killed their men. What liberators?
Now there is little
left to build on — save bitterness. Soon the only solid physical
foundations remaining will be found at our military bases and in the
concrete of the concentration camps we call fortified hamlets. The
peasants may well wonder if we plan to build our new Vietnam on such
grounds as these? Could we blame them for such thoughts? We must speak
for them and raise the questions they cannot raise. These too are our
brothers.
Perhaps the more
difficult but no less necessary task is to speak for those who have
been designated as our enemies. What of the National Liberation Front —
that strangely anonymous group we call VC or Communists? What must
they think of us in America when they realize that we permitted the
repression and cruelty of Diem which helped to bring them into being as
a resistance group in the south? What do they think of our condoning
the violence which led to their own taking up of arms? How can they
believe in our integrity when now we speak of “aggression from the
north” as if there were nothing more essential to the war? How can they
trust us when now we charge them with violence after the murderous
reign of Diem and charge them with violence while we pour every new
weapon of death into their land? Surely we must understand their
feelings even if we do not condone their actions. Surely we must see
that the men we supported pressed them to their violence. Surely we
must see that our own computerized plans of destruction simply dwarf
their greatest acts.
How do they judge us
when our officials know that their membership is less than twenty-five
percent Communist and yet insist on giving them the blanket name? What
must they be thinking when they know that we are aware of their
control of major sections of Vietnam and yet we appear ready to allow
national elections in which this highly organized political parallel
government will have no part? They ask how we can speak of free
elections when the Saigon press is censored and controlled by the
military junta. And they are surely right to wonder what kind of new
government we plan to help form without them — the only party in real
touch with the peasants. They question our political goals and they
deny the reality of a peace settlement from which they will be
excluded. Their questions are frighteningly relevant. Is our nation
planning to build on political myth again and then shore it up with the
power of new violence?
Here is the true
meaning and value of compassion and nonviolence when it helps us to see
the enemy’s point of view, to hear his questions, to know his
assessment of ourselves. For from his view we may indeed see the basic
weaknesses of our own condition, and if we are mature, we may learn and
grow and profit from the wisdom of the brothers who are called the
opposition.
So, too, with Hanoi.
In the north, where our bombs now pummel the land, and our mines
endanger the waterways, we are met by a deep but understandable
mistrust. To speak for them is to explain this lack of confidence in
Western words, and especially their distrust of American intentions
now. In Hanoi are the men who led the nation to independence against
the Japanese and the French, the men who sought membership in the
French commonwealth and were betrayed by the weakness of Paris and the
willfulness of the colonial armies. It was they who led a second
struggle against French domination at tremendous costs, and then were
persuaded to give up the land they controlled between the thirteenth
and seventeenth parallel as a temporary measure at Geneva. After 1954
they watched us conspire with Diem to prevent elections which would
have surely brought Ho Chi Minh to power over a united Vietnam, and
they realized they had been betrayed again.
When we ask why they
do not leap to negotiate, these things must be remembered. Also it
must be clear that the leaders of Hanoi considered the presence of
American troops in support of the Diem regime to have been the initial
military breach of the Geneva agreements concerning foreign troops, and
they remind us that they did not begin to send in any large number of
supplies or men until American forces had moved into the tens of
thousands.
Hanoi remembers how
our leaders refused to tell us the truth about the earlier North
Vietnamese overtures for peace, how the president claimed that none
existed when they had clearly been made. Ho Chi Minh has watched as
America has spoken of peace and built up its forces, and now he has
surely heard of the increasing international rumors of American plans
for an invasion of the north. He knows the bombing and shelling and
mining we are doing are part of traditional pre-invasion strategy.
Perhaps only his sense of humor and of irony can save him when he hears
the most powerful nation of the world speaking of aggression as it
drops thousands of bombs on a poor weak nation more than eight thousand
miles away from its shores.
At this point I
should make it clear that while I have tried in these last few minutes
to give a voice to the voiceless on Vietnam and to understand the
arguments of those who are called enemy, I am as deeply concerned about
our troops there as anything else. For it occurs to me that what we
are submitting them to in Vietnam is not simply the brutalizing process
that goes on in any war where armies face each other and seek to
destroy. We are adding cynicism to the process of death, for they must
know after a short period there that none of the things we claim to be
fighting for are really involved. Before long they must know that their
government has sent them into a struggle among Vietnamese, and the
more sophisticated surely realize that we are on the side of the
wealthy and the secure while we create hell for the poor.
This Madness Must Cease
Somehow this madness must cease. We must stop now. I speak as a child
of God and brother to the suffering poor of Vietnam. I speak for those
whose land is being laid waste, whose homes are being destroyed, whose
culture is being subverted. I speak for the poor of America who are
paying the double price of smashed hopes at home and death and
corruption in Vietnam. I speak as a citizen of the world, for the world
as it stands aghast at the path we have taken. I speak as an American
to the leaders of my own nation. The great initiative in this war is
ours. The initiative to stop it must be ours.
This is the message of the great Buddhist leaders of Vietnam. Recently one of them wrote these words:
“Each day the war
goes on the hatred increases in the heart of the Vietnamese and in the
hearts of those of humanitarian instinct. The Americans are forcing
even their friends into becoming their enemies. It is curious that the
Americans, who calculate so carefully on the possibilities of military
victory, do not realize that in the process they are incurring deep
psychological and political defeat. The image of America will never
again be the image of revolution, freedom and democracy, but the image
of violence and militarism.”
If we continue,
there will be no doubt in my mind and in the mind of the world that we
have no honorable intentions in Vietnam. It will become clear that our
minimal expectation is to occupy it as an American colony and men will
not refrain from thinking that our maximum hope is to goad China into a
war so that we may bomb her nuclear installations. If we do not stop
our war against the people of Vietnam immediately the world will be
left with no other alternative than to see this as some horribly clumsy
and deadly game we have decided to play.
The world now
demands a maturity of America that we may not be able to achieve. It
demands that we admit that we have been wrong from the beginning of our
adventure in Vietnam, that we have been detrimental to the life of the
Vietnamese people. The situation is one in which we must be ready to
turn sharply from our present ways.
In order to atone
for our sins and errors in Vietnam, we should take the initiative in
bringing a halt to this tragic war. I would like to suggest five
concrete things that our government should do immediately to begin the
long and difficult process of extricating ourselves from this
nightmarish conflict:
1.End all bombing in North and South Vietnam.
2.Declare a unilateral cease-fire in the hope that such action will create the atmosphere for negotiation.
3.Take immediate steps to prevent other battlegrounds in Southeast Asia
by curtailing our military buildup in Thailand and our interference in
Laos.
4.Realistically accept the fact that the National Liberation
Front has substantial support in South Vietnam and must thereby play a
role in any meaningful negotiations and in any future Vietnam
government.
5.Set a date that we will remove all foreign troops from Vietnam in accordance with the 1954 Geneva agreement.
Part of our ongoing
commitment might well express itself in an offer to grant asylum to any
Vietnamese who fears for his life under a new regime which included
the Liberation Front. Then we must make what reparations we can for the
damage we have done. We most provide the medical aid that is badly
needed, making it available in this country if necessary.
Protesting The War
Meanwhile we in the churches and synagogues have a continuing task
while we urge our government to disengage itself from a disgraceful
commitment. We must continue to raise our voices if our nation persists
in its perverse ways in Vietnam. We must be prepared to match actions
with words by seeking out every creative means of protest possible.
As we counsel young
men concerning military service we must clarify for them our nation’s
role in Vietnam and challenge them with the alternative of
conscientious objection. I am pleased to say that this is the path now
being chosen by more than seventy students at my own alma mater,
Morehouse College, and I recommend it to all who find the American
course in Vietnam a dishonorable and unjust one. Moreover I would
encourage all ministers of draft age to give up their ministerial
exemptions and seek status as conscientious objectors. These are the
times for real choices and not false ones. We are at the moment when
our lives must be placed on the line if our nation is to survive its
own folly. Every man of humane convictions must decide on the protest
that best suits his convictions, but we must all protest.
There is something
seductively tempting about stopping there and sending us all off on
what in some circles has become a popular crusade against the war in
Vietnam. I say we must enter the struggle, but I wish to go on now to
say something even more disturbing. The war in Vietnam is but a symptom
of a far deeper malady within the American spirit, and if we ignore
this sobering reality we will find ourselves organizing clergy- and
laymen-concerned committees for the next generation. They will be
concerned about Guatemala and Peru. They will be concerned about
Thailand and Cambodia. They will be concerned about Mozambique and
South Africa. We will be marching for these and a dozen other names and
attending rallies without end unless there is a significant and
profound change in American life and policy. Such thoughts take us
beyond Vietnam, but not beyond our calling as sons of the living God.
In 1957 a sensitive
American official overseas said that it seemed to him that our nation
was on the wrong side of a world revolution. During the past ten years
we have seen emerge a pattern of suppression which now has justified
the presence of U.S. military “advisors” in Venezuela. This need to
maintain social stability for our investments accounts for the
counter-revolutionary action of American forces in Guatemala. It tells
why American helicopters are being used against guerrillas in Colombia
and why American napalm and green beret forces have already been active
against rebels in Peru. It is with such activity in mind that the
words of the late John F. Kennedy come back to haunt us. Five years ago
he said, “Those who make peaceful revolution impossible will make
violent revolution inevitable.”
Increasingly, by
choice or by accident, this is the role our nation has taken — the role
of those who make peaceful revolution impossible by refusing to give
up the privileges and the pleasures that come from the immense profits
of overseas investment.
I am convinced that
if we are to get on the right side of the world revolution, we as a
nation must undergo a radical revolution of values. We must rapidly
begin the shift from a “thing-oriented” society to a “person-oriented”
society. When machines and computers, profit motives and property
rights are considered more important than people, the giant triplets of
racism, materialism, and militarism are incapable of being conquered.
A true revolution of
values will soon cause us to question the fairness and justice of many
of our past and present policies. n the one hand we are called to play
the good Samaritan on life’s roadside; but that will be only an
initial act. One day we must come to see that the whole Jericho road
must be transformed so that men and women will not be constantly beaten
and robbed as they make their journey on life’s highway. True
compassion is more than flinging a coin to a beggar; it is not
haphazard and superficial. It comes to see that an edifice which
produces beggars needs restructuring. A true revolution of values will
soon look uneasily on the glaring contrast of poverty and wealth. With
righteous indignation, it will look across the seas and see individual
capitalists of the West investing huge sums of money in Asia, Africa
and South America, only to take the profits out with no concern for the
social betterment of the countries, and say: “This is not just.” It
will look at our alliance with the landed gentry of Latin America and
say: “This is not just.” The Western arrogance of feeling that it has
everything to teach others and nothing to learn from them is not just. A
true revolution of values will lay hands on the world order and say of
war: “This way of settling differences is not just.” This business of
burning human beings with napalm, of filling our nation’s homes with
orphans and widows, of injecting poisonous drugs of hate into veins of
people normally humane, of sending men home from dark and bloody
battlefields physically handicapped and psychologically deranged,
cannot be reconciled with wisdom, justice and love. A nation that
continues year after year to spend more money on military defense than
on programs of social uplift is approaching spiritual death.
America, the richest
and most powerful nation in the world, can well lead the way in this
revolution of values. There is nothing, except a tragic death wish, to
prevent us from reordering our priorities, so that the pursuit of peace
will take precedence over the pursuit of war. There is nothing to keep
us from molding a recalcitrant status quo with bruised hands until we
have fashioned it into a brotherhood.
This kind of
positive revolution of values is our best defense against communism.
War is not the answer. Communism will never be defeated by the use of
atomic bombs or nuclear weapons. Let us not join those who shout war
and through their misguided passions urge the United States to
relinquish its participation in the United Nations. These are days
which demand wise restraint and calm reasonableness. We must not call
everyone a Communist or an appeaser who advocates the seating of Red
China in the United Nations and who recognizes that hate and hysteria
are not the final answers to the problem of these turbulent days. We
must not engage in a negative anti-communism, but rather in a positive
thrust for democracy, realizing that our greatest defense against
communism is to take offensive action in behalf of justice. We must
with positive action seek to remove thosse conditions of poverty,
insecurity and injustice which are the fertile soil in which the seed
of communism grows and develops.
The People Are Important
These are revolutionary times. All over the globe men are revolting
against old systems of exploitation and oppression and out of the wombs
of a frail world new systems of justice and equality are being born.
The shirtless and barefoot people of the land are rising up as never
before. “The people who sat in darkness have seen a great light.” We in
the West must support these revolutions. It is a sad fact that, because
of comfort, complacency, a morbid fear of communism, and our proneness
to adjust to injustice, the Western nations that initiated so much of
the revolutionary spirit of the modern world have now become the arch
anti-revolutionaries. This has driven many to feel that only Marxism has
the revolutionary spirit. Therefore, communism is a judgement against
our failure to make democracy real and follow through on the
revolutions we initiated. Our only hope today lies in our ability to
recapture the revolutionary spirit and go out into a sometimes hostile
world declaring eternal hostility to poverty, racism, and militarism.
With this powerful commitment we shall boldly challenge the status quo
and unjust mores and thereby speed the day when “every valley shall be
exalted, and every moutain and hill shall be made low, and the crooked
shall be made straight and the rough places plain.”
A genuine revolution
of values means in the final analysis that our loyalties must become
ecumenical rather than sectional. Every nation must now develop an
overriding loyalty to mankind as a whole in order to preserve the best
in their individual societies.
This call for a
world-wide fellowship that lifts neighborly concern beyond one’s tribe,
race, class and nation is in reality a call for an all-embracing and
unconditional love for all men. This oft misunderstood and
misinterpreted concept — so readily dismissed by the Nietzsches of the
world as a weak and cowardly force — has now become an absolute
necessity for the survival of man. When I speak of love I am not
speaking of some sentimental and weak response. I am speaking of that
force which all of the great religions have seen as the supreme
unifying principle of life. Love is somehow the key that unlocks the
door which leads to ultimate reality. This
Hindu-Moslem-Christian-Jewish-Buddhist belief about ultimate reality is
beautifully summed up in the first epistle of Saint John:
Let us love one
another; for love is God and everyone that loveth is born of God and
knoweth God. He that loveth not knoweth not God; for God is love. If we
love one another God dwelleth in us, and his love is perfected in us.
Let us hope that
this spirit will become the order of the day. We can no longer afford
to worship the god of hate or bow before the altar of retaliation. The
oceans of history are made turbulent by the ever-rising tides of hate.
History is cluttered with the wreckage of nations and individuals that
pursued this self-defeating path of hate. As Arnold Toynbee says :
“Love is the ultimate force that makes for the saving choice of life
and good against the damning choice of death and evil. Therefore the
first hope in our inventory must be the hope that love is going to have
the last word.”
We are now faced
with the fact that tomorrow is today. We are confronted with the fierce
urgency of now. In this unfolding conundrum of life and history there
is such a thing as being too late. Procrastination is still the thief
of time. Life often leaves us standing bare, naked and dejected with a
lost opportunity. The “tide in the affairs of men” does not remain at
the flood; it ebbs. We may cry out deperately for time to pause in her
passage, but time is deaf to every plea and rushes on. Over the
bleached bones and jumbled residue of numerous civilizations are
written the pathetic words: “Too late.” There is an invisible book of
life that faithfully records our vigilance or our neglect. “The moving
finger writes, and having writ moves on…” We still have a choice today;
nonviolent coexistence or violent co-annihilation.
We must move past
indecision to action. We must find new ways to speak for peace in
Vietnam and justice throughout the developing world — a world that
borders on our doors. If we do not act we shall surely be dragged down
the long dark and shameful corridors of time reserved for those who
possess power without compassion, might without morality, and strength
without sight.
Now let us begin.
Now let us rededicate ourselves to the long and bitter — but beautiful —
struggle for a new world. This is the callling of the sons of God, and
our brothers wait eagerly for our response. Shall we say the odds are
too great? Shall we tell them the struggle is too hard? Will our
message be that the forces of American life militate against their
arrival as full men, and we send our deepest regrets? Or will there be
another message, of longing, of hope, of solidarity with their
yearnings, of commitment to their cause, whatever the cost? The choice
is ours, and though we might prefer it otherwise we must choose in this
crucial moment of human history.
As that noble bard of yesterday, James Russell Lowell, eloquently stated:
Once to every man and nation
Comes the moment to decide,
In the strife of truth and falsehood,
For the good or evil side;
Some great cause, God’s new Messiah,
Off’ring each the bloom or blight,
And the choice goes by forever
Twixt that darkness and that light.
Though the cause of evil prosper,
Yet ’tis truth alone is strong;
Though her portion be the scaffold,
And upon the throne be wrong:
Yet that scaffold sways the future,
And behind the dim unknown,
Standeth God within the shadow
Keeping watch above his own.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
4/4/2008
«Ακουσα πυροβολισμό και μετά αίματα παντού»
The Guardian
Ο Τζέσι Τζάκσον δεν δυσκολεύεται καθόλου να θυμηθεί τις τελευταίες του στιγμές με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Βρισκόταν στο πάρκινγκ του Μοτέλ Λορέιν στο Μέμφις, ενώ ο Κινγκ στεκόταν στο μπαλκόνι του δωματίου 306. Ο ηγέτης του κινήματος των μαύρων και ο νεαρός τότε βοηθός του ετοιμάζονταν να πάνε για δείπνο με τοπικό ιερέα, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. «Το επόμενο πράγμα που άκουσα, ήταν κάποιον να φωνάζει: Πέστε κάτω! και την αστυνομία να πλησιάζει με τα όπλα στα χέρια. Υπήρχαν αίματα παντού, ενώ ένας φωτογράφος μάζεψε λίγο αίμα σε χάρτινο κύπελλο», θυμάται ο Τζάκσον. Λίγα λεπτά πριν πεθάνει, ο δρ Κινγκ επέπληξε τον Τζάκσον, επειδή ο νεαρός βοηθός του δεν είχε φορέσει γραβάτα, αναγκαίο αξεσουάρ για το δείπνο στου συντηρητικού ιερέα του Μέμφις.
Αλλαξε η ζωή του
Τα λίγα αυτά λεπτά, πριν από 40 χρόνια, έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό ψυχισμό των ΗΠΑ, ενώ άλλαξαν τη ζωή του 26χρονου Τζάκσον, που πήρε την ώρα κείνη την απόφαση να ταχθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του κινήματος. Ο Τζάκσον βρισκόταν στη σκηνή της Μασονικής Στοάς του Μέμφις, το προηγούμενο βράδυ, όταν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του, στην οποία είπε, λες και προαισθανόταν τη δολοφονία του: «Δεν έχει σημασία τι θα γίνει τώρα με μένα, γιατί βρέθηκα στην κορυφή του βουνού και κοίταξα από εκεί. Και είδα τη Γη της Επαγγελίας».
Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Τζέσι Τζάκσον συνεχίζει να αναρωτιέται πόσο ψηλά στο βουνό έχουν ανεβεί οι Αφροαμερικανοί. Ο αιδεσιμότατος Τζάκσον, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των πολιτικών διεκδικήσεων των μαύρων της Αμερικής, εκτιμά σήμερα ότι οι μαύροι έχουν πραγματοποιήσει σημαντικά πολιτικά βήματα, αν και μένει ακόμη πολύς δρόμος μέχρι τον τελικό στόχο. Το 1965, στις ΗΠΑ υπήρχαν 300 μαύροι εκλεγμένοι πολιτικοί, ενώ ο αριθμός αυτός φθάνει σήμερα τους 10.000. Ανάλογα άλματα διαπιστώνει ο Τζάκσον και στον τομέα της ψυχαγωγίας και του αθλητισμού.
Τα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου, αποκαλύπτουν όμως και μία διαφορετική πραγματικότητα. Το 25% των Αφροαμερικανών ζουν σε καθεστώς φτώχειας, συγκρινόμενο με 8% των λευκών. 70% των μαύρων αγοριών εγκαταλείπουν το λύκειο πριν αποφοιτήσουν, ενώ περισσότεροι μαύροι άνδρες βρίσκονται στις φυλακές, παρά στα πανεπιστήμια, ενώ οι μαύροι άνδρες έχουν προσδόκιμο ζωής μικρότερο κατά έξι έτη, σε σχέση με τους λευκούς Αμερικανούς. Ο Τζέσι Τζάκσον ερμηνεύει τις ανισότητες αυτές και τη συνέχισή τους στις σύγχρονες ΗΠΑ υποστηρίζοντας ότι οι ρατσιστικοί νόμοι του αμερικανικού Νότου έχουν ακυρώσει τις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας κατά των φυλετικών διακρίσεων του 1954.
Βαθιές ανισότητες
Ο αγώνας του δρα Κινγκ οδήγησε μεν στην άρση των πολιτιστικών και πολιτικών εμποδίων, που αντιμετώπιζαν οι μαύροι, αφήνοντας άθικτες τις βαθιές οικονομικές ανισότητες. «Οι μαύροι μπορεί να εκλέγονται σήμερα σε πολιτικούς θώκους, αλλά τα οικονομικά προβλήματα της εποχής του δρα Κινγκ συνεχίζουν να τους ταλαιπωρούν. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω άνδρες να ψηφίζουν υπέρ μίας γυναίκας -της Χίλαρι- και λευκούς να ψηφίζουν υπέρ ενός μαύρου, του Μπαράκ Ομπάμα. Πρόκειται για πραγματική αναγέννηση της Αμερικής», λέει ο Τζάκσον. Για να στηρίξει την άποψή του, ο Τζέσι Τζάκσον χρησιμοποιεί το παράδειγμα των πρόσφατων προκριματικών εκλογών στην πολιτεία του Μισισιπή. «Εκεί λιντσάρανε τον Εμετ Τιλ, τον Μέντγκαρ Εβερς, τον Τζέιμς Τσάνι, τον Αντι Γκούντμαν, τον Μάικλ Σουέρνερ.
Σήμερα, όμως, η πολιτεία του Μισισιπή διεξάγει προκριματικές εκλογές για όλους τους κατοίκους της και όχι μόνο για τους λευκούς, ενώ νικητής αναδεικνύεται ένας Αφροαμερικανός. Είναι μία μεγάλη στιγμή για την αμερικανική ιστορία».
Ο Τζέσι Τζάκσον έχει θέσει δύο φορές υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ: το 1984 και το 1988. «Οι λευκοί δεν ήταν έτοιμοι την εποχή εκείνη να σπάσουν το “χρωματικό” φράγμα», λέει ο Τζάκσον, που θυμάται μία προεκλογική ομιλία του σε αγροτική κοινότητα της Αϊόβα.
Ο ενωτικός αγρότης
Εκεί, ηλικιωμένος λευκός άνδρας τον πλησίασε και του είπε: «Αιδεσιμότατε, το μήνυμά σας είναι καλό, ενώ αν και δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι γι’ αυτό, σας παρακαλώ να μη μας εγκαταλείψετε». Ο Τζάκσον λέει για τη συνάντηση αυτή: «Δεν ξέχασα ποτέ αυτό τον ηλικιωμένο αγρότη και το ενωτικό του μήνυμα, που θα είχε συγκινήσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ».
Στο στόχαστρο του FBI και του Εντγκαρ Χούβερ
Στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι ο δρ Κινγκ είχε επηρεασθεί από το κομμουνιστικό κίνημα, το FBI του τότε πανίσχυρου Εντγκαρ Τζ. Χούβερ διέταξε την επί 24ώρου βάσης παρακολούθησή του. Το μόνο που πέτυχε η υπηρεσία ήταν να αποκαλύψει ενοχλητικές λεπτομέρειες για την εξωσυζυγική ερωτική ζωή του δρος Κινγκ, τις οποίες αξιοποίησε αργότερα, προσπαθώντας –μάταια– να τον εξευτελίσει στα μάτια των υποστηρικτών του.
Τον Σεπτέμβριο του 1963, ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντι ενέκρινε την παρακολούθηση του τηλεφώνου του δρος Κινγκ και την παράνομη (και κρυφή) έρευνα των γραφείων του. Η περιφρόνηση που έτρεφε ο (κρυφός ομοφυλόφιλος) Εντγκαρ Χούβερ για την προσωπικότητα του δρος Κινγκ είναι εμφανής στα δεκάδες μνημόνια που απέστειλε ο διευθυντής του FBI στα κατά τόπους γραφεία της υπηρεσίας. Ο Χούβερ συνήθιζε επίσης να προσθέτει χειρόγραφες παρατηρήσεις, κάτω από θετικά άρθρα του αμερικανικού Τύπου για τον δρα Κινγκ. Κάτω από άρθρο που κάνει λόγο για τη συνάντηση μεταξύ Κινγκ – Πάπα, ο Χούβερ γράφει: «Απίστευτο! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Πάπας δέχθηκε να δει αυτόν τον έκφυλο». Το FBI έστειλε μάλιστα και ανώνυμη υβριστική επιστολή στον Κινγκ, γράφοντας: «Είσαι ένας εγκληματίας και απατεώνας».
Από Palmografos.com: Palmografos.com - Μάρτιν Λούθερ Κινγκ - Αφιέρωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου