Πού είσαι, ρε ψυχή;
Η εικόνα του Αντώνη Παραρά δεν διαφέρει από αυτή του Τζέιμς Ντιν. Ήταν
όμορφος, είχε ταλέντο και περιεχόμενο, του άρεσαν οι ταχύτητες. Έζησε
γρήγορα, έφυγε νέος, στις 10 Φεβρουαρίου του ’97. Όλη η Θεσσαλονίκη όμως
έχει να θυμάται: από τα καλοκαίρια στην κατασκήνωση της ΧΑΝΘ έως τα
απογεύματα με το «Κομφούζιο» στην ΕΤ3.
Τον γνώρισα λίγες μέρες πριν ξεκινήσουμε το «Κομφούζιο». Η εκπομπή βγήκε για πρώτη φορά στον αέρα στις 4 Απριλίου του ’94, άρα θα πρέπει να ήταν μέσα Μαρτίου όταν μας κάλεσε ο Γενικός της ΕΤ3 στο γραφείο του για να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τελευταίες, που λέει ο λόγος, αφού θεωρώ πως είναι πιο εύκολο να βγάλεις νερό στη Σαχάρα παρά νεανική, και μάλιστα ζωντανή, εκπομπή όπως εσύ τη θέλεις ή την οραματίστηκες στην ΕΤ3. Τώρα που το σκέφτομαι, δεκαεννιά χρόνια μετά (πλάκα στην πλάκα, πώς περνούν τα γαμημένα τα χρόνια;), πρέπει, εκτός από την απόλυτη άγνοια κινδύνου που μας διακατείχε, να ήμασταν και εντελώς στον κόσμο μας, για να θέλουμε να κάνουμε αυτό το σόου σε κρατικό κανάλι, και μάλιστα από τη Θεσσαλονίκη.
Τότε λοιπόν ο Γενικός μας ανακοίνωσε πως, εκτός από εμάς τους «απίθανους», Κανάκη, Βακάρο, Σαρή, τη Νάνσυ Φλωρίδου, την αφεντομουτσουνάρα μου και τον τρελομπάρμαν Τέλη, στην εκπομπή θα συμμετείχε και ο Αντώνης Παραράς. Τον έκοβα με την άκρη του ματιού μου καθώς μας τον σύστηναν, κι εγώ, φύσει και θέσει φυσιογνωμιστής, προσπαθούσα να τον ακτινογραφήσω. Ξανθός, βλέμμα καθαρό και ψύχραιμο, μάτια που μιλούσαν ακόμα και όταν το στόμα του παρέμενε κλειστό, δεν χρειαζόταν να τον γνωρίζεις χρόνια για να αντιληφθείς την αμηχανία του καθώς προσπαθούσε να βολευτεί στην πολυθρόνα, αλλάζοντας θέσεις.
Πραγματικά, έδειχνε να ασφυκτιά στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου. Φορούσε ένα πουκαμισάκι με λεπτή γαλάζια ρίγα, μαύρο τζιν και μαύρα παπούτσια. Σε κείνη την πρώτη συνάντηση, αν θυμάμαι καλά, είπε πολύ λίγα πράγματα, περισσότερο προσπαθούσε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο παρά να πάρει θέση. Μήνες μετά, μου εξομολογήθηκε πως εκείνη τη μέρα, φτάνοντας στο γραφείο του Γενικού, δεν είχε αποφασίσει αν θα συμμετείχε στην εκπομπή και ότι ο Γενικός, κατά κάποιο τρόπο, τον είχε φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια ο Γενικός…
Την ώρα, λοιπόν, που τού έπλεκε το εγκώμιο μέσα από το πλούσιο βιογραφικό του, εγώ, από τη μια, τον άκουγα μπας και βγάλω καμιά άκρη και, από την άλλη, επειδή το επίθετό του μου ήταν γνωστό, προσπαθούσα να υπολογίσω την ηλικία του, ώστε να καταλήξω, με τις προσθαφαιρέσεις που έκανα στο μυαλό μου, αν τελικά μπορούσε να είναι γιος του κ. Σταμάτη Παραρά που γνώριζα από τη ΧΑΝΘ, αλλά λόγω εξωτερικού και άλλων περιηγήσεων είχα χάσει την επαφή.
Τελικά ήταν αυτός! Στην ερώτησή μου -τη μόνη που εξάλλου είχα να του κάνω- τη σχετική με το γενεαλογικό του δένδρο, μου απάντησε καταφατικά με ένα χαμόγελο ζεστό και αληθινό που άναψε στην κυριολεξία μπροστά μου. Μου έχει μείνει αυτό το χαμόγελο. Το σήμα κατατεθέν του Αντώνη, για μένα. Χωρίσαμε στο πρώτο εκείνο ραντεβού στην Αγγελάκη χωρίς να πούμε τίποτα το εξαιρετικό. Απλώς είπαμε να βρεθούμε -έτσι αφηρημένα- ή, καλύτερα, να περάσω από τη ΧΑΝΘ, ώστε να με ενημερώσει ενδελεχώς για τους κοινούς μας γνωστούς και φίλους, των οποίων τα ίχνη κατά κάποιο τρόπο είχα χάσει.
Από τη σχέση μου με τον Παραρά έχω μόνο εικόνες. Εικόνες πολλές, χωρίς συνέχεια, χωρίς συνοχή. Σαν να ξεφυλλίζεις ένα φωτογραφικό άλμπουμ πηδώντας τις δεκαετίες ανάλογα με τη φωτογραφία που πέφτει στα χέρια σου. Εικόνες πολύχρωμες, υποφωτισμένες, υπερφωτισμένες, μερικές εστιασμένες λάθος και συνεπώς θολές, άλλες γκρίζες κουνημένες και, τέλος, ασπρόμαυρες και υγρές σαν δάκρυ που πότισε σε ένα κομμάτι χαρτί.
Σε εκείνο το καμαράκι στην ΕΤ3, μικρό για να μας χωρέσει και ασφυκτικό για τις δυνατότητες αλλά και τις φιλοδοξίες μας, βγάλαμε στην κυριολεξία τα εσώψυχά μας, περνώντας ώρες ατέλειωτες, συζητώντας πώς θα βγάλουμε εκπομπή, πώς θα παντρέψουμε το νέο με το παλιό, το εμπορικό με το πρωτότυπο, πώς θα σοκάρουμε χωρίς να ενοχλήσουμε, με λίγα λόγια, πώς θα τους τη φέρουμε χωρίς να βρεθούμε υπόλογοι.
Φωνές, πείσματα, γάμοι ετεροκλήτων απόψεων, υπερβολές, τσακωμοί, καυγάδες. Με τον Αντώνη αλήθεια είναι πως δεν μάλωσα ποτέ. Ίσως επειδή είχαμε την ίδια αισθητική όσον αφορά την τηλεοπτική πορεία του «Κομφούζιο». Θυμάμαι όμως, μια φορά, τις πρώτες μέρες της εκπομπής και καθώς το καμαράκι ήταν έτοιμο να καταρρεύσει από τις υστερίες μας, τον Αντώνη να αποχωρεί διακριτικά. Άφησα στη μέση τον καυγά και τον ακολούθησα στο διάδρομο. Καταλαβαίνοντας ότι κάποιος είναι πίσω του, το μόνο που έκανε ήταν απλώς να επιταχύνει το βήμα του. Του φώναξα, αλλά δεν γύρισε. Με αγνόησε. Σάστισα και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα να τον κοιτάζω να ξεμακραίνει. Μετά έτρεξα ξοπίσω του και, χωρίς να του μιλήσω, τον πρόλαβα πριν μπει στο αυτοκίνητό του να φύγει.
Δεν τον άφησα να μιλήσει ζητώντας να μάθω το λόγο της αποχώρησής του. Τότε είδα πως δάκρυσε. Στην κυριολεξία τα έχασα. Η έκπληξη αλλά και η αμηχανία μου μεγάλωσαν όταν άρχισε να μου εκθέτει ασύντακτα και χωρίς ειρμό τις αντιρρήσεις του, μιλώντας μου όμως στον πληθυντικό, πράγμα που δεν είχε κάνει ούτε την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Δεν του είπα κουβέντα, τον άφησα να ξεσπάσει και, όταν με το καλό τελείωσε και ήταν έτοιμος να μπει στο αμάξι, τον έπιασα λέγοντάς του τα εξής: «Μίλα, Αντώνη, μίλα. Μην κοιτάζεις σαν αόρατος. Αν δεν μιλήσεις εσύ, ποιος θα μιλήσει; Και θα δεις ότι είμαστε πολλοί…» Του έκλεισα το μάτι αφήνοντάς τον να φύγει. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα, ο Αντώνης επέστρεφε στο καμαράκι για να μείνει οριστικά. Και από τότε, ευτυχώς για μας, αλλά κυρίως για την εκπομπή, δεν σταμάτησε να μιλάει και να επιβάλλει τη γνώμη του.
Aυτός ήταν ο Αντώνης. Άμα τον ενδιέφερες πραγματικά σαν άτομο (γιατί ήταν επιλεκτικός) και ήθελε να σε κερδίσει, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το πετύχει, που ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα. Είτε με τα επιχειρήματά του είτε με το χαμόγελο και τη φλύαρη σιωπή του, στο τέλος θα κατάφερνε να σε κάνει να τον ακολουθήσεις. Φοβερός στο λόγο, από τα λίγα παιδιά που γνώρισα με τόσο πλούσιο λεξιλόγιο και σωστή σύνταξη στην ηλικία του, είχε έναν αυθορμητισμό στα όρια της τρέλας, που τον καθιστούσε ηγέτη. Λόγω χαρακτήρα και ήθους, δεν το άφηνε να φανεί, αλλά του άρεσε να είναι ηγέτης. Και ήταν πραγματικά. Όπως είχε πλήρη επίγνωση της ομορφιάς του, ότι οι πιτσιρίκες τρελαίνονται για πάρτη του, ότι κόβουν φλέβες, αλλά δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα γιατί, πρώτον, δεν ήταν ανασφαλής και, δεύτερον, γιατί ήξερε πως η ομορφιά, αν δεν συνοδεύεται και από άλλα βασικά χαρακτηριστικά, είναι χρήσιμη μόνο στα αγάλματα.
Τώρα, τόσες χιλιάδες μέρες μακριά από την αφετηρία ενός δρόμου που τραβήξαμε μαζί, όσο τραβήξαμε, είμαι απόλυτα σίγουρος πως, αν δεν ήταν ο Αντώνης, το «Κομφούζιο» αποκλείεται να έκανε αυτή την επιτυχία. Γιατί, μπορεί ο Κανάκης να ήταν κατά κάποιο τρόπο ο ιθύνων νους, μπορεί να ήξερε από τηλεόραση και «κόλπα δύσκολα», ήξερε, με λίγα λόγια, να την πάει εμπορικά την εκπομπή, αλλά τη φινέτσα και την ποιότητα μόνο ο Αντώνης ήταν σε θέση να την προσφέρει και να την κοινωνήσει στο ευρύ κοινό. Ήταν θέμα παιδείας αλλά και κουλτούρας. Χάρη σε αυτόν, το «Κομφούζιο» το αγάπησαν οι ψαγμένοι πιτσιρικάδες αλλά και οι σκεπτόμενοι ενήλικοι, που κάτω από άλλες συνθήκες αποκλείεται να σπαταλούσαν τον πολύτιμο χρόνο τους μπροστά στο χαζοκούτι.
Τον γνώρισα λίγες μέρες πριν ξεκινήσουμε το «Κομφούζιο». Η εκπομπή βγήκε για πρώτη φορά στον αέρα στις 4 Απριλίου του ’94, άρα θα πρέπει να ήταν μέσα Μαρτίου όταν μας κάλεσε ο Γενικός της ΕΤ3 στο γραφείο του για να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τελευταίες, που λέει ο λόγος, αφού θεωρώ πως είναι πιο εύκολο να βγάλεις νερό στη Σαχάρα παρά νεανική, και μάλιστα ζωντανή, εκπομπή όπως εσύ τη θέλεις ή την οραματίστηκες στην ΕΤ3. Τώρα που το σκέφτομαι, δεκαεννιά χρόνια μετά (πλάκα στην πλάκα, πώς περνούν τα γαμημένα τα χρόνια;), πρέπει, εκτός από την απόλυτη άγνοια κινδύνου που μας διακατείχε, να ήμασταν και εντελώς στον κόσμο μας, για να θέλουμε να κάνουμε αυτό το σόου σε κρατικό κανάλι, και μάλιστα από τη Θεσσαλονίκη.
Τότε λοιπόν ο Γενικός μας ανακοίνωσε πως, εκτός από εμάς τους «απίθανους», Κανάκη, Βακάρο, Σαρή, τη Νάνσυ Φλωρίδου, την αφεντομουτσουνάρα μου και τον τρελομπάρμαν Τέλη, στην εκπομπή θα συμμετείχε και ο Αντώνης Παραράς. Τον έκοβα με την άκρη του ματιού μου καθώς μας τον σύστηναν, κι εγώ, φύσει και θέσει φυσιογνωμιστής, προσπαθούσα να τον ακτινογραφήσω. Ξανθός, βλέμμα καθαρό και ψύχραιμο, μάτια που μιλούσαν ακόμα και όταν το στόμα του παρέμενε κλειστό, δεν χρειαζόταν να τον γνωρίζεις χρόνια για να αντιληφθείς την αμηχανία του καθώς προσπαθούσε να βολευτεί στην πολυθρόνα, αλλάζοντας θέσεις.
Πραγματικά, έδειχνε να ασφυκτιά στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου. Φορούσε ένα πουκαμισάκι με λεπτή γαλάζια ρίγα, μαύρο τζιν και μαύρα παπούτσια. Σε κείνη την πρώτη συνάντηση, αν θυμάμαι καλά, είπε πολύ λίγα πράγματα, περισσότερο προσπαθούσε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο παρά να πάρει θέση. Μήνες μετά, μου εξομολογήθηκε πως εκείνη τη μέρα, φτάνοντας στο γραφείο του Γενικού, δεν είχε αποφασίσει αν θα συμμετείχε στην εκπομπή και ότι ο Γενικός, κατά κάποιο τρόπο, τον είχε φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια ο Γενικός…
Την ώρα, λοιπόν, που τού έπλεκε το εγκώμιο μέσα από το πλούσιο βιογραφικό του, εγώ, από τη μια, τον άκουγα μπας και βγάλω καμιά άκρη και, από την άλλη, επειδή το επίθετό του μου ήταν γνωστό, προσπαθούσα να υπολογίσω την ηλικία του, ώστε να καταλήξω, με τις προσθαφαιρέσεις που έκανα στο μυαλό μου, αν τελικά μπορούσε να είναι γιος του κ. Σταμάτη Παραρά που γνώριζα από τη ΧΑΝΘ, αλλά λόγω εξωτερικού και άλλων περιηγήσεων είχα χάσει την επαφή.
Τελικά ήταν αυτός! Στην ερώτησή μου -τη μόνη που εξάλλου είχα να του κάνω- τη σχετική με το γενεαλογικό του δένδρο, μου απάντησε καταφατικά με ένα χαμόγελο ζεστό και αληθινό που άναψε στην κυριολεξία μπροστά μου. Μου έχει μείνει αυτό το χαμόγελο. Το σήμα κατατεθέν του Αντώνη, για μένα. Χωρίσαμε στο πρώτο εκείνο ραντεβού στην Αγγελάκη χωρίς να πούμε τίποτα το εξαιρετικό. Απλώς είπαμε να βρεθούμε -έτσι αφηρημένα- ή, καλύτερα, να περάσω από τη ΧΑΝΘ, ώστε να με ενημερώσει ενδελεχώς για τους κοινούς μας γνωστούς και φίλους, των οποίων τα ίχνη κατά κάποιο τρόπο είχα χάσει.
Από τη σχέση μου με τον Παραρά έχω μόνο εικόνες. Εικόνες πολλές, χωρίς συνέχεια, χωρίς συνοχή. Σαν να ξεφυλλίζεις ένα φωτογραφικό άλμπουμ πηδώντας τις δεκαετίες ανάλογα με τη φωτογραφία που πέφτει στα χέρια σου. Εικόνες πολύχρωμες, υποφωτισμένες, υπερφωτισμένες, μερικές εστιασμένες λάθος και συνεπώς θολές, άλλες γκρίζες κουνημένες και, τέλος, ασπρόμαυρες και υγρές σαν δάκρυ που πότισε σε ένα κομμάτι χαρτί.
Σε εκείνο το καμαράκι στην ΕΤ3, μικρό για να μας χωρέσει και ασφυκτικό για τις δυνατότητες αλλά και τις φιλοδοξίες μας, βγάλαμε στην κυριολεξία τα εσώψυχά μας, περνώντας ώρες ατέλειωτες, συζητώντας πώς θα βγάλουμε εκπομπή, πώς θα παντρέψουμε το νέο με το παλιό, το εμπορικό με το πρωτότυπο, πώς θα σοκάρουμε χωρίς να ενοχλήσουμε, με λίγα λόγια, πώς θα τους τη φέρουμε χωρίς να βρεθούμε υπόλογοι.
Φωνές, πείσματα, γάμοι ετεροκλήτων απόψεων, υπερβολές, τσακωμοί, καυγάδες. Με τον Αντώνη αλήθεια είναι πως δεν μάλωσα ποτέ. Ίσως επειδή είχαμε την ίδια αισθητική όσον αφορά την τηλεοπτική πορεία του «Κομφούζιο». Θυμάμαι όμως, μια φορά, τις πρώτες μέρες της εκπομπής και καθώς το καμαράκι ήταν έτοιμο να καταρρεύσει από τις υστερίες μας, τον Αντώνη να αποχωρεί διακριτικά. Άφησα στη μέση τον καυγά και τον ακολούθησα στο διάδρομο. Καταλαβαίνοντας ότι κάποιος είναι πίσω του, το μόνο που έκανε ήταν απλώς να επιταχύνει το βήμα του. Του φώναξα, αλλά δεν γύρισε. Με αγνόησε. Σάστισα και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα να τον κοιτάζω να ξεμακραίνει. Μετά έτρεξα ξοπίσω του και, χωρίς να του μιλήσω, τον πρόλαβα πριν μπει στο αυτοκίνητό του να φύγει.
Δεν τον άφησα να μιλήσει ζητώντας να μάθω το λόγο της αποχώρησής του. Τότε είδα πως δάκρυσε. Στην κυριολεξία τα έχασα. Η έκπληξη αλλά και η αμηχανία μου μεγάλωσαν όταν άρχισε να μου εκθέτει ασύντακτα και χωρίς ειρμό τις αντιρρήσεις του, μιλώντας μου όμως στον πληθυντικό, πράγμα που δεν είχε κάνει ούτε την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Δεν του είπα κουβέντα, τον άφησα να ξεσπάσει και, όταν με το καλό τελείωσε και ήταν έτοιμος να μπει στο αμάξι, τον έπιασα λέγοντάς του τα εξής: «Μίλα, Αντώνη, μίλα. Μην κοιτάζεις σαν αόρατος. Αν δεν μιλήσεις εσύ, ποιος θα μιλήσει; Και θα δεις ότι είμαστε πολλοί…» Του έκλεισα το μάτι αφήνοντάς τον να φύγει. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα, ο Αντώνης επέστρεφε στο καμαράκι για να μείνει οριστικά. Και από τότε, ευτυχώς για μας, αλλά κυρίως για την εκπομπή, δεν σταμάτησε να μιλάει και να επιβάλλει τη γνώμη του.
Aυτός ήταν ο Αντώνης. Άμα τον ενδιέφερες πραγματικά σαν άτομο (γιατί ήταν επιλεκτικός) και ήθελε να σε κερδίσει, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το πετύχει, που ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα. Είτε με τα επιχειρήματά του είτε με το χαμόγελο και τη φλύαρη σιωπή του, στο τέλος θα κατάφερνε να σε κάνει να τον ακολουθήσεις. Φοβερός στο λόγο, από τα λίγα παιδιά που γνώρισα με τόσο πλούσιο λεξιλόγιο και σωστή σύνταξη στην ηλικία του, είχε έναν αυθορμητισμό στα όρια της τρέλας, που τον καθιστούσε ηγέτη. Λόγω χαρακτήρα και ήθους, δεν το άφηνε να φανεί, αλλά του άρεσε να είναι ηγέτης. Και ήταν πραγματικά. Όπως είχε πλήρη επίγνωση της ομορφιάς του, ότι οι πιτσιρίκες τρελαίνονται για πάρτη του, ότι κόβουν φλέβες, αλλά δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα γιατί, πρώτον, δεν ήταν ανασφαλής και, δεύτερον, γιατί ήξερε πως η ομορφιά, αν δεν συνοδεύεται και από άλλα βασικά χαρακτηριστικά, είναι χρήσιμη μόνο στα αγάλματα.
Τώρα, τόσες χιλιάδες μέρες μακριά από την αφετηρία ενός δρόμου που τραβήξαμε μαζί, όσο τραβήξαμε, είμαι απόλυτα σίγουρος πως, αν δεν ήταν ο Αντώνης, το «Κομφούζιο» αποκλείεται να έκανε αυτή την επιτυχία. Γιατί, μπορεί ο Κανάκης να ήταν κατά κάποιο τρόπο ο ιθύνων νους, μπορεί να ήξερε από τηλεόραση και «κόλπα δύσκολα», ήξερε, με λίγα λόγια, να την πάει εμπορικά την εκπομπή, αλλά τη φινέτσα και την ποιότητα μόνο ο Αντώνης ήταν σε θέση να την προσφέρει και να την κοινωνήσει στο ευρύ κοινό. Ήταν θέμα παιδείας αλλά και κουλτούρας. Χάρη σε αυτόν, το «Κομφούζιο» το αγάπησαν οι ψαγμένοι πιτσιρικάδες αλλά και οι σκεπτόμενοι ενήλικοι, που κάτω από άλλες συνθήκες αποκλείεται να σπαταλούσαν τον πολύτιμο χρόνο τους μπροστά στο χαζοκούτι.
Δεν ξέρω ειλικρινά πόση σημασία έχουν όλα αυτά τώρα
που ο Αντώνης λείπει. Και ο ίδιος εξάλλου σιχαινόταν τους μύθους και τα
ινδάλματα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να προσφέρει, να αφήσει κάτι
που πάνω του θα έβρισκες τα ίχνη του. Και αυτό το κατάφερε και με το
παραπάνω. Δεν είναι λίγες οι φορές που το βλέμμα μου φρενάρει στη
φωτογραφία απέναντι από το γραφείο μου. Σε φόντο σέπια τέσσερις φιγούρες
χαμογελούν αγκαλισμένες στο φακό, έτοιμες να χάσουν την ισορροπία τους.
Ο Κανάκης, ο Αντώνης, ο Καλυβάτσης και εγώ. «Την καλύτερη φωτογραφία
μας έχεις, μπαγάσα», μου έλεγε με παράπονο, κάθε φορά που την έβλεπε.
Του υποσχέθηκα να βρω τα αρνητικά και να του δώσω μία. Ακόμη του τη
χρωστάω. Και να ήταν το μόνο…
Πηγή: Athensvoice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου