Μεγάλε αφέντη στο αρχοντόσπιτό σου στην «Πάνω Ρούγα» του Κάτω Βαλσαμόνερου, που έκανες τη ζωή σου γλέντι, τραγούδι και χορό. Κι ας χτυπούσαν το σπιτικό σου η φτώχεια, κι εκείνοι οι ιεροί αναστεναγμοί με τον κόπο να αυλακώνει τη ζωή σου!
Υποκλίνομαι στον Γιώργη Καλλιτσουνάκη, τον γίγαντα των 90 χρόνων σήμερα, που όταν τον ρώτησα πως καταλαβαίνει τούτους τους καιρούς, μου απάντησε γαλήνια και χωρίς στοιχείο μεμψιμοιρίας: «Είναι καλά κι εδά και λιγότερο δύσκολα απ’ αυτά που περάσαμε. Λεβεντιά είναι!».
Όμως κι αυτός ο ζευγάς, που τον κύκλωσαν στα χωράφια του τα βάσανα αλλά δεν τον λύγισαν, ακμαίος και ευθύς, όπως την παραδοσιακή κρητική καρδιά, είναι σήμερα ένας πατριάρχης της ζωής που ηγείται με την σοφία του ενός πολυπληθούς σογιού, που θα μπορούσε να συγκροτήσει ακόμη και ένα ολόκληρο χωριό! Κι αυτός ο οικισμός θα μπορούσε να είχε ζυμωθεί πιτήδεια σαν τα κρητικά γλυκίσματα και να ονομάζεται «Καλλιτσουνέικα».
Είναι σύνηθες φαινόμενο στις εποχές μας αυτός ο βράχος, να είναι μπροστάρης στις οικογένειες πέντε παιδιών, δεκαέξι εγγονιών και τριάντα τεσσάρων δισεγγονιών; Ενώ, σύντομα(κι αυτό είναι μια ακόμη ευτυχία) θα χαρεί και τη γέννηση τρισέγγονου από την δισέγγονή του Ελευθερία Καλλιτσουνάκη και τον σύζυγό της Γιάννη Γιαννίκο. Αυτός ο γλεντοκόπος, λοιπόν, σήμερα έχει το πιο μεγάλο εγγόνι στα 48 του χρόνια και το μεγαλύτερο δισέγγονο στα 28! Και τίθεται επικεφαλής ενός σογιού 105 ατόμων. Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό!
Διασκορπισμένη η μεγάλη οικογένεια σ’ όλη την Κρήτη, ξεκίνησε την πορεία της πριν από αιώνες από το Ρουμπάδο, στα ορεινά του δυτικού Ρεθύμνου. Γι αυτό, εξάλλου, και το «Αρολίθι και Ρουμπάδο, Όνυχας και Βελονάδο κάνουν ένα χωριό μεγάλο». Και το Κάτω Βαλσαμόνερο με το πλήθος των Καλλιτσουνάκηδων, «αυξάνεται και πληθύνεται» από το 1976 και μετά, που η πλειοψηφία των εργαζομένων από το χωριό μπορεί να απασχολείται στην πόλη του Ρεθύμνου, όμως μόνιμη εγκατάσταση τους είναι το βυζί που τους έδωσε το πρώτο γάλα…
ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
Κι αν στους καιρούς μας, που στη σύζευξη παρατηρούνται συχνά ρωγμές, την σχέση του Γιώργη Καλλιτσουνάκη και της Ελευθερίας Πετρόχειλου , παρότι ήταν καρπός μιας «μεγάλης αγάπης» στα τέλη της δεκαετίας του ’30 , δεν την τάραξε κανένα ρίχτερ! Ο όρκος ενώπιον θεού και ανθρώπων δόθηκε το 1940 στην εκκλησούλα της αγίας Παρασκευής, προστάτιδας του χωριού, και η οικογένεια «χτίζονταν» από τον επόμενο χρόνο, που άρχισαν να έρχονται τα παιδιά στη ζωή: Ο Δημήτρης, ο Γιάννης, η Βαρβάρα, η Ελισάβετ και η Στέλλα.
Ο πατριάρχης πολυφαμελίτης ήταν της άποψης «ή μικρός-μικρός παντρέψου…» και γι αυτό στα 18 του χρόνια μπέρδεψε στα βάσανα! «Ήθελενε ο ένας τον άλλο και παρθήκαμε. Μια πόρτα ήμαστονε, γείτονες», λέει. Ύστερα άρχισαν να καταφθάνουν τα εγγόνια, στην πορεία του χρόνου τα δισέγγονα και τώρα αναμένεται και το τρισέγγονο. Να είναι καλή η ώρα άφιξής του! Όμως, δεν είναι τυχαίο, ότι ολόκληρα 72 χρόνια βρίσκονται ο ένας, με αφοσίωση και απόλυτη συντροφικότητα, δίπλα στον άλλο, και απολαμβάνουν την οικογενειακή ευδαιμονία. Και νιώθουν, ακόμη και τώρα, μεθυσμένοι με το άρωμα του θεού έρωτα σαν… πρωτόβγαλτοι!
Και γι αυτές τις εκατόν πέντε ψυχές του σογιού, που έχουν έλθει έως τώρα στον κύκλο ζωής μετά από αυτούς, «παραδίδουν και την ψυχή τους», εξομολογούνται. Και «παίρνουν χρόνια» όταν βρεθούν κοντά τους. Θεωρούν ως το σημαντικότερο επίτευγμα του ανθρώπου, «την υγεία και την αγάπη» κι ας ήλθαν κάποιες φορές σε διαφωνίες «και μικροκαυγαδάκια», που σύντομα έγιναν παρελθόν. Άλλωστε, λένε και οι δυο, «πολλές φορές μαλώνουν κοιλιά κι άντερα». Μέχρι εκεί όμως!
«Δε στερηθήκαμε στο σπίτι», λέει κάνοντας ένα μικρό απολογισμό της πολύχρονης ζωής του ο ενενηντάχρονος άρχοντας. Και συνεχίζει: «Εγώ είμαι γεννηθείς το 1922! Δύσκολα τα χρόνια για να αναθρέψουμε τα παιδιά. Εννιά μυλωνικές έκανα στσι φάμπρικες του Στελιανού του Καλλιτσουνάκη και του Μανώλη Μενιουδάκη. Δε μας έλειψενε ούτε το λάδι ούτε το ψωμί μα ούτε και το κρέας. Είχα ζευγάρι κι έσπερνα, είχα και πρόβατα. Εδουλέψαμε σκληρά με τη γυναίκα μου. Ως και στη Γερμανία πήγα και δούλεψα ένα χρόνο! Μακάρι να ζήσει ούλος ο κόσμος όπως ζήσαμε εμείς, αγαπημένοι και μονιασμένοι κι ούλα φτιάζουνε…»
Τι κι αν, όμως, έφτασε κοντά στον αιώνα ζωής! Συνεχίζει να ζει γιατί «την αγαπά τη ζωή» και «είναι γλυκιά κι ας έχει τόσα βάσανα». Την τραγούδησε, τη γλέντησε και τη χόρεψε και δε στάθηκε ποτέ μίζερα απέναντί της. Την πολέμησε και την έκανε μαντινάδα:
Στη μέση-μέση του σπιτιού
κατασταλάζει η σκόνη,
επά θα το γλεντίζομε
τ’ αφεντικό σηκώνει.
Κι όταν τον ρωτάς αν τον φοβίζει ο θάνατος σου απαντά: «Ώστε να θέλει ο θεός θα με έχει ζωντανό. Τη γλέντησα τη ζωή μου δεν έχω παράπονο, δόξα σοι ο θεός! Ρακή ποτέ δεν έπινα μόνο κρασί. Κι ο τόνος που έβγαζα δεν προλάβαινε να βγάλει το χρόνο! Δεν ήμουνε ρακάς».
Κι όταν πια φτάσει η ώρα για να βάλουμε τελεία και παύλα στην κουβέντα, θα αναστενάξει και θα βγάλει το τετράστιχο που έλεγε συχνά στις παρέες και στα γλέντια:
Αχ τσι μαντινάδες μου
και καταξέχασά τσι,
στη «Νερατζέ» στον ποταμό
πέρασα κι άφησά τσι.
MadeinCreta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου