Με προεξάρχοντες δύο καθ’ υλην αρμόδιους στις φωτιές, πληθωρικούς στο αίσθημα και στο ταλέντο και «αριστοφανικούς» στην έκφραση άναψε χθες tospirto της μουσικής.
Σαν καλοκαιρινή πλατεία, με τα γέλια, λίγο κουτσομπολιό και χάζι, συντροφιές, λίγο φλερτ, μεσογειακό αίσθημα, ζέστη, άσπρες, πλαστικές καρέκλες. Σαν Ελλάδα προ κρίσης, πολύ προ, τότε που ακόμα ρόλο έπαιζε το βραδινό «βρισκόμαστε» της συντροφιάς, λιτό και βασικό: τσιγάρα (που επιτρέπονται), ωραία τραγούδια απαραιτήτως, ένα «καλαμάκι» και μια μπύρα. Σαν κάτι από παλιά και σαν κάτι απ’ το μέλλον που ξαναφτιάχνει τρόπους και ξαναβρίσκει τους ανθρώπους του και ξαναφτιάχνει κάτι μικρές «συνωμοσίες». Σαν τις παρέες που μεγαλώνουν χρόνια μαζί κι έτσι τους αρκεί να ανταλλάξουν μία ματιά για να συνεννοηθούν για τη σημασία της ατάκας που πέφτει κοφτερή κι ουρανοκατέβατη, βγάζοντας νόημα και γέλιο μόνο για τους «μυημένους». Σαν ένα σπίρτο τελικά, όπως αυτό που άναβε η ηρωίδα του Αντερσεν για να ζήσει τη μικρή της ουτοπία-κι ας ήταν γύρω της όλα δυσοίωνα και παγερά.
Έτσι άναψε χθες το βράδυ στην «Τεχνόπολις» το «Σπίρτο» της Μουσικής. Μ’ αυτό το αίσθημα-παλιά Ελλάδα στην πλατεία, αλλά και σύγχρονες άμυνες στα δυσοίωνα και παγερά. Και με προεξάρχοντες δύο καθ’ υλην αρμόδιους στις φωτιές (άλλοτε σε καρδιές κι άλλοτε σε... μπατζάκια), πληθωρικούς στο αίσθημα και στο ταλέντο, «αριστοφανικούς» στην έκφραση, λαϊκούς στον πυρήνα τους, ανθεκτικούς στα πυρά, ωραία «εμπρηστικούς» για να ανάβουν σπίθες και να τις φουντώνουν : «Όλα τα φάγατε, όλα τα ρημάξατε κι έχετε μούτρα και φωνάζετε», τραγούδησαν ντουέτο Λάκης Λαζόπουλος και Σταμάτης Κραουνάκης, στο καινούριο τους, ιδιότυπο «χιπ-χοπ» της κρίσης που μετέδωσε το τέμπο του κάτω στην «πλατεία». Αποστολείς της ρίμας προς... όποια κατεύθυνση έχει λερωμένη τη φωλιά της, έγιναν έτσι όλοι όσοι βρίσκονταν στο Γκάζι: Κόσμος πυκνός-πυκνός, νεαρόκοσμος και μεσήλικος, ζευγαράκια και ξέμπαρκοι, μεγαλύτεροι στις καρέκλες μπροστά, 20ρηδες όρθιοι πίσω, παιδάκια, γονείς, «τεκνά και φρικιά κι αθλητές».
Δεν ήταν τυχαίο που ο Κραουνάκης επέλεξε στα πρώτα που είπε, ξεκινώντας ο ίδιος τη βραδιά, να τραγουδήσει τον «Αδωνη». Λέει βλέπετε εκείνο το «Ο,τι κι αν ζήσουμε το χουμε δει, σαν μια σκηνή από άλλη ταινία. Κι όλος ο κόσμος-μωρό μου-μπορεί και το ζει, έλα κερνάω καφέ στην πλατεία». Ήταν το τραγούδι που αποθέωνε, μέσα της δεκαετίας του ΄80, τη στιγμή, αυτή την πολύτιμη, όταν σου αρκεί το ελάχιστο. Τέτοια είναι τα «ξόρκια» μας και τα τραγούδια μας, φυλαχτά: «Πόσο σ΄ αγαπώ», «Κόκκινα Γυαλιά», «Μαμά Γερνάω», «Πάτωμα», «Μαρόκο» αλλά και «These boots are made for walking”, για να θυμάσαι πώς πέρασαν δεκαετίες που σε ..πάτησαν και σε ξαναπάτησαν, αλλά («δόξα τω Θεώ που δεν.. πάθαμε τίποτα») είσαι ακόμα εδώ.
Είναι όμως και η νέα γενιά μαζί, πιο «απάτητη», πιο άφθαρτη, δημιουργική, με τον δικό της τρόπο, με μία άλλη μαγκιά που έχει αστραφτερή την πατίνα της και το ταλέντο της και την ευαισθησία της. Τρεις την εκπροσώπησαν στη σκηνή. Η Νατάσσα Μποφίλιου, με ώριμη και πλούσια μελωδικότητα και τους χυμούς ενός πολύ προσωπικού λυρισμού σε ερμηνείες που μπορούν να δώσουν πια τη δική της σφραγίδα, ακόμα κι όταν λέει τραγούδια- «ορόσημα» άλλων όπως είναι τα κραουνακικά «Καντήλια» και η «Κουπαστή» Η Ελεονώρα Ζουγανέλη μ’ ένα σκηνικό δυναμισμό ανάλογο με τη σπουδαία της φωνή, ακομπλεξάριστη, μ’ ένα δικό της σκηνικό ρυθμό, να «πατά» σε ωραία «καθαρά» σύμφωνα, έτσι όπως θα πει το «Πάω να πιάσω ουρανό» και το «Ανθρώπων Έργα». Κι ο Πάνος Μουζουράκης, μελωδική βραχνάδα, ερμηνεία σωματική, ένας τζαζ σόουμαν, υπέροχος στους «Φίλους που σαλτάρουνε».
Σε όλα αυτά ενορχηστρώνει και ιδρώνει στο πιάνο του ο Κραουνάκης κι από εκεί γίνεται κι η επιστροφή στο παρελθόν: «Λυσιστράτη» ’86, Ανδρέας Βουτσινάς, Λαζόπουλος πρωταγωνιστής, Κραουνάκης μελωδός. Από εκεί έρχεται «Το Νήμα» μιας φιλίας που κρατά. Κι απ΄ τα παρασκήνια έρχεται ο Λαζόπουλος σε απρόβλεπτο ρόλο να τραγουδήσει δύο από εκείνα τα Χορικά. Και ύστερα να κάνει με το δικό του τρόπο μια αναδρομή στην μεταπολιτευτική Ελλάδα δια των… πρωθυπουργών της. Στην πρόζα του, το χιούμορ είναι η «πρόφαση» για να σταθείς σε καίριες παρατηρήσεις που έρχονται σφήνα στα κύματα γέλιου: Για τις παραπλανητικές και αμφίσημες παύσεις στο λόγο του Καραμανλή. Για τις «κουκουνά-γ-ες» του Ράλλη. Για τα συνθήματα «Έξω απ΄ την ΕΟΚ» του Παπανδρέου και την πρώτη λαϊκή θητεία στο γοητευτικό, δημαγωγικό ψεύδος. Για τις λογιστικές ικανότητες του Σημίτη και τον too much εκσυγχρονισμό που έφερε κορεσμό κι ανάγκη για χαλάρωση και.. Καραμανλη junior. Για τον αθλητικό, ποδηλάτη τωρινό πρωθυπουργό μας. Κι ατάκες: Πως η Ελλάδα μοιάζει με τη γυναίκα που κουρασμένη από τους ακατάλληλους εραστές δηλώνει «τώρα δεν θέλω κανένα. Θέλω να ηρεμήσω». Και μικρές «οξείες» που παρεισφρέουν αφυπνιστικές: «Μόνο όταν φύγει ο φόβος αλλάζει η Ιστορία» ή «Αλίμονο στους υποτακτικούς». Και κάτι για το Μίκη και το αειθαλές του πείσμα, κατασκηνωμένο στην Αριστοτέλους. Κι η «Όμορφη Πόλη». Κι ύστερα τα «Κόκκινα Γυαλιά» σε μία σατυρική παραλλαγή, Βαμβακάρης («Οσοι γενούν πρωθυπουργοί») αλλά και Σουγιούλ («Το τραμ το τελευταίο»), γιατί έτσι ήμασταν πάντα ως λαός: Από το βαρύ στο ελαφρύτερο, απ΄ το σκωπτικό στο τρυφερό, από τη θλίψη στην επιπολαιότητα και στο ωραίο αλλά σύντομο μεθύσι. Μια αμφιθυμία, κάπως σαν σπείρα-σπείρα. Που έρχεται κι αυτή στο τέλος: Σπείρα-Σπείρα σύσσωμη κι ενισχυμένη (καλώς τα και τα νέα της παιδιά). Μαζί και οι μουσικοί ακούραστοι (Κώστας Μπαλταζάνης, Αρης Βλάχος, Αννα Λάκη, Σοφία Κακουλίδου) και Λαζόπουλος, Κραουνάκης, Μποφίλιου, Ζουγανέλη, Μουζουράκης. Με μια αγκαλιά, έγινε το φινάλε. Και με την «Αχάριστη». Με Τσιτσάνη που είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος. Μια σταθερά. Το καληνύχτα. Ή το καλημέρα μας.
[Ναταλί Χατζηαντωνίου]
http://www.tospirto.net/music/index.php?ID=music_events&Rec_ID=5056
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου