Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Οι άγνωστες ιστορίες του Ξυλούρη

Ο 11χρονος  Νίκος  Ξυλούρης  (καθιστός),  το 1947 στα  Ανώγεια, µε  τον εξάδελφό  του Κώστα  Βραβεύτηκε σε φεστιβάλ στο Σαν Ρέµο αλλά και από τη Γαλλική Ακαδηµία - αν και αρχικά οι γονείς του δεν τον ήθελαν µουσικό. Ελάχιστα γνωστές πτυχές της ζωής του µεγάλου τραγουδιστή συγκεντρώνονται σε µια νέα έκδοση
Από µουσική οικογένεια – παππούς τουήτανο λυράρης Αντώνης Σκουλάς ή Καραµουζαντώνης –, γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύµνου και µετά την ολοσχερή καταστροφή του χωριού από τους Γερµανούς το 1941 µετεγκαταστάθηκε µε την οικογένειά τουστην επαρχία Μυλοποτάµου. Ο δάσκαλος του Νίκου Ξυλούρη στο σχολείο, ο Μενέλαος ∆ραµουντάνης, εντόπισε πρώτος το ταλέντοτου Νίκου στη φωνή και έπεισε τον πατέρα του (που δεν ήθελε) να του αγοράσει µια λύρα. Παππούς του ήταν ο θρυλικός Ψαράκης (Αντώνης Ξυλούρης), ένας απ’ τους σηµαντικότερους κρητικούς οπλαρχηγούς επί Τουρκοκρατίας µε τη φήµη των παράτολµων ενεργειών του. Γρήγορος σαν το ψάρι, του έβγαλαν το παρατσούκλι Ψαράκηςπου κληρονόµησε στα παιδιά του, στα εγγόνια του, εξ ου και Ψαρονίκος (αλλά και Ψαραντώνης, ο επίσης σπουδαίος µουσικός και αδελφός του). Στα δεκαέξι του ο Ψαρονίκος κατεβαίνει στο Ηράκλειο και πιάνει δουλειά στο «Κάστρο», ζώντας µε λιγοστά χρήµατα και σ’ ένα φόντο που θέλει τους αστούς ντόπιους να διασκεδάζουν περισσότερο µε βαλς,ρούµπες και τανγκό παρά µε µαντινάδες.

«∆εν σε έσφαξα που τον πήρες, θα σε σφάξω όµως αν ποτέ τον χωρίσεις».

Ο πατέρας της Ουρανίας Μελαµπιανάκη – παντοτινής γυναίκας τουΞυλούρη – δεν είδε µε καλόµάτι το ειδύλλιο της κόρης τουµε τον νεαρό ανωγειανό µουσικό. Οι δύο νέοι,σε πείσµα των καιρών και των ταξικών φραγµών, κλέφτηκαν το 1958 και παντρεύτηκαν. Μόλις το 1963 έσπασε ο πάγος – και εξαιτίας ενός προβλήµατος υγείας του τρίχρονου τότε Γιώργη – και η οικογένεια Μελαµπιανάκη αποδέχθηκε οριστικάτον Ξυλούρη ως γαµπρό της.

Τα πρώτα δύο τραγούδια που ηχογράφησε ο Ξυλούρης το 1958 σε δίσκο 78 στροφών απ’ την Odeon ήταν τα «Κρητικοπούλα» («Μια µαυροφόρα όταν περνά») και «∆εν κλαίνε οι δυνατές καρδιές». Στο λαούτοτον συνόδεψε ο αδελφός του Γιάννης (Ψαρογιάννης), ενώ δεύτερη φωνή έκανε η γυναίκα του. Για να πεισθεί η εταιρεία και να κυκλοφορήσει τον δίσκο, χρειάστηκε να επέµβει ο πολιτικός και οικονοµικός παράγοντας Παύλος Βαρδινογιάννης, ο οποίος εγγυήθηκε πως, αν δεν πουλήσει ο δίσκος,θα καλύψει εκείνος τη ζηµιά! ∆εν χρειάστηκε βέβαια ποτέ να γίνει κάτι τέτοιοκαι τα πράγµατα πήραν τον δρόµο τους.

Στη µετέπειτα δισκογραφία του,µάλιστα, είναι άγνωστο αλλά µε τη δική του αξία το γεγονός πως επέµενε να µπαίνει στη µίαπλευρά των δίσκων του ένα ριζίτικο τραγούδι. Τότε µάλιστα αυτά τα κοµµάτια δεν τραγουδιόντουσαν – όπως διαβάζουµε στην έκδοση «Νίκος Ξυλούρης… τραγουδάµε για να σµίξουµε τον κόσµο» – ευρέως στην Κρήτη, αλλά µόνο στα Χανιά και σε κάποια πεδινά χωριά του Ρεθύµνου. Επίσης, για πρώτη φορά έγραψε τέσσερις καινούργιες µελωδίες πάνω στον µαλεβιζιώτικο χορό (µέχρι τότε οι λυράρηδες έπαιζαν τον έναν και µοναδικό σκοπό του µαλεβιζιώτικου) και άρα ο Ξυλούρης –όπως σηµειώνει ο ερευνητής Αλέξης Βάκης – συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση του σολιστικού ρεπερτορίου της λύρας.

Το 1966, µάλιστα, απέσπασε το πρώτο βραβείο σε διεθνή φολκλορικό διαγωνισµό στο Σαν Ρέµο της Ιταλίας.

Επαιξε ακόµα και συρτάκι µε τη λύρα και εξέπληξε τους παρευρισκόµενους. Τρία χρόνια µετά µετακοµίζει στην Αθήνα, εµφανίζεται στο «Κονάκι», συνεργάζεται µε τον Γιάννη Μαρκόπουλο και αργότερα ηχογραφεί τα «Ριζίτικα», σε µια εποχή που η επιστροφή στις ρίζες θέτει τα δικά της θεµέλια. Για την ακρίβεια και επειδή ο Μαρκόπουλος ανήκε µε συµβόλαιο στη Philips και ο Ξυλούρης στην Columbia, οι δύο εταιρείες συµφώνησαν να κυκλοφορήσει από ένας δίσκος στην καθεµιά µε τη συµµετοχή και των δύο. Αποτέλεσµα αυτής της συµφωνίας ήταν το «Χρονικό» (1970) και τα «Ριζίτικα» (1971). Παράλληλα οι φοιτητές στριµώχνονται στην µπουάτ «Λήδρα» για να απολαύσουν τον Ξυλούρη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο σ’ ένα πρόγραµµα που γνωρίζει επιτυχία υπό το άγρυπνο βλέµµα της Ασφάλειας. Πέντε χρόνια µετά την κυκλοφορία των «Ριζίτικων» – και έπειτα από µια πλούσια δισκογραφία – του απονεµήθηκε το βραβείο ερµηνείας από την Ακαδηµία Charles Cros της Γαλλίας για τον παραπάνω δίσκο. Παραδόξως, ο δίσκος του εξωτερικού δεν αναφέρει καθόλου το όνοµά του!
INFO
«Νίκος Ξυλούρης… τραγουδάµε για να σµίξουµε τον κόσµο», Εκδ.
Μετρονόµος, σελ. 126, τιµή:
14,90 ευρώ

Με µια µατιά

1936 Γεννιέται στα Ανώγεια Κρήτης στις 7 Ιουλίου 1967 Ανοίγει στο Ηράκλειο το κέντρο «Ερωτόκριτος» 1970 Δισκογραφεί το «Χρονικό» µε τον Γιάννη Μαρκόπουλο σε στίχους του Κ.Χ. Μύρη 1973 Ανεβαίνει το έργο «Το µεγάλο µας τσίρκο» από τους Τζένη Καρέζη, Κώστα Καζάκο. Οι ερµηνείες του Ξυλούρη (σε µουσική Ξαρχάκου, στίχους Καµπανέλλη) αφήνουν εποχή.

Στις 17 Νοεµβρίου κατεβαίνει στο Πολυτεχνείο και όλοι τραγουδούν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» λίγο πριν από την εισβολή των τανκς 1975 Ηχογραφεί το «Καπνισµένο τσουκάλι», σε µουσική Χρήστου Λεοντή, ποίηση Γιάννη Ρίτσου 1980 Στις 8 Φεβρουαρίου πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο, στο Νοσοκοµείο Μεταξά στον Πειραιά
Πηγή: Tα νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου