Δεν έχουμε και πολλούς Ελληνες σκηνοθέτες που μας δοξάζουν στο εξωτερικό. Ενας από αυτούς είναι φυσικά ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, ο πιο τολμηρός και ταλαντούχος δημιουργός της γενιάς του.
Η νέα του ταινία, «Man at sea», θα κάνει πρεμιέρα στο 61ο Φεστιβάλ Βερολίνου (10 έως 20 Φεβρουαρίου) στο τμήμα «Πανόραμα», στην κατηγορία «Special». Ο Γιάνναρης, άλλωστε, είναι κινηματογραφικό παιδί της Μπερλινάλε. Είναι η τέταρτη φορά που βρίσκεται στην κορυφαία διοργάνωση.
Για εμάς, βέβαια, η ταινία έχει και μία άλλη επικαιρότητα: πολιτική. Την ώρα που η Ελλάδα μιλάει για έναν φράχτη στον Εβρο, ο Γιάνναρης «σώζει» 30 Αφγανούς μετανάστες από ναυάγιο στην ανατολική Μεσόγειο. Στην ταινία φυσικά. Τους μαζεύει ένας καπετάνιος (Αντώνης Καρυστινός), ενώ παράλληλα προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη σχέση του με τη γυναίκα του (Θεοδώρα Τζήμου), που δοκιμάστηκε μετά το θάνατο του παιδιού τους.
- Οι μετανάστες της ταινίας θα μπορούσαν να βρουν μπροστά τους τον φράχτη του Εβρου...
«Το πλοίο είναι ένας τέτοιος φράχτης. Οι μετανάστες το βλέπουν ως μέσο διάσωσης, αλλά αποδεικνύεται κρατητήριο. Είναι σαν την Ομόνοια εν πλω. Είναι μια σκληρή ταινία, αλλά δίκαιη. Είναι αναχρονιστικό να μιλάμε για έθνη-κράτη και σύνορα σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Χρειάζεται μια καινούργια συνθήκη διεθνώς. Νομίζουν ότι ο φράχτης στον Εβρο θα σταματήσει τους μετανάστες; Θα πηδήξουν από πάνω, θα σκάψουν από κάτω ή θα ξαναστραφούν στα νησιά του Αιγαίου. Είναι ένα επικοινωνιακό κόλπο του Παπουτσή για να φανεί ότι τάχα λύνει το πρόβλημα».
- Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μια σχεδόν χρεοκοπημένη χώρα δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος τους.
«Προφανώς έχει υποστεί προβλήματα -κυκλώματα ναρκωτικών και πορνείας- ένα ήδη υποβαθμισμένο κέντρο της Αθήνας, τα οποία όμως έχουν αρχίσει εδώ και τριάντα χρόνια, όχι εξαιτίας των μεταναστών. Η μεσαία τάξη εγκατέλειψε το κέντρο και πήγε στα αγαπημένα της βόρεια προάστια. Οι μετανάστες έδωσαν μια καινούργια πνοή στην περιοχή. Από αυτή την άποψη το κέντρο ζει μια χρυσή εποχή. Μην το καταριόμαστε σαν χαβούζα ανθρώπινων ψυχών. Υπάρχει μια ζωντανή πραγματικότητα που πάλλεται. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα, βλέπεις στην Πατησίων μια θεματολογική σύνθεση που δεν συναντάς πουθενά στην Ευρώπη: πολωνέζικα ντελικατέσεν, μπαγκλαντεσιανά μαγαζιά ίντερνετ, ρουμανικές μπιραρίες, κουρδικά μαγαζάκια, αραβικά καφενεία. Βλέπεις βέβαια και τους φασίστες, τις αγανακτισμένες κόρες πρώην στρατιωτικών. Το θέμα είναι ότι οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, π.χ. οι Αλβανοί, αντιμετωπίζουν με εχθρότητα τους καινούργιους. Εκείνοι μπόρεσαν να ενσωματωθούν ευκολότερα γιατί είναι χαμαιλέοντες, έχουν μια ικανότητα να αλλάζουν. Η τωρινή κατάσταση είναι πιο ακραία και μαζική. Οι μετανάστες από το Ιράν ή το Αφγανιστάν φεύγουν από τον φονταμενταλισμό και έρχονται σε μια ήπειρο που υποτίθεται διασφαλίζει δημοκρατικά και θρησκευτικά δικαιώματα».
- Αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο οι μετανάστες πάνω σε ένα πλοίο χωρίς προοπτική. Ο μέσος Ελληνας βρίσκεται σε ένα καράβι μεσοπέλαγα.
«Τα τελευταία χρόνια νομίζαμε ότι είμαστε σε κρουαζιέρα. Η πολιτική τάξη, αντί να κάνει τομές, εξαγόραζε τα πάντα με δανεικό χρήμα, μέχρι τις κοινωνικές αντιθέσεις. Ανακαλύψαμε ότι όχι απλά δεν είμαστε σε μια βάρκα που βουλιάζει, αλλά μέσα στο νερό. Η ταινία με έναν διαβολικό τρόπο -γράφτηκε πριν από την οικονομική κρίση- αντιμετωπίζει τη σημερινή Ελλάδα. Η εταιρεία που έχει το πλοίο χρεοκοπεί. Το πλήρωμα μένει απλήρωτο. Η αγαπημένη μου ατάκα της ταινίας είναι "η εταιρεία χρεοκόπησε, μας απολύει όλους". Σαν να λέμε ... "Η Ελλάδα χρεοκόπησε, μας απολύει όλους"».
Οι Ελληνες νιώθουν μετανάστες
- Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που νιώθουν μετανάστες στον τόπο τους; Για παράδειγμα, οι ομοφυλόφιλοι;
«Οι πιο πολλοί Ελληνες νιώθουν σαν μετανάστες, ειδικότερα οι νέοι. Οσο για τους ομοφυλόφιλους, υπάρχει μια οξύμωρη κατάσταση. Ενώ η κοινωνία δεν θέλει να μιλήσει για το θέμα, οι γκέι έχουν ρίξει μαύρη πέτρα μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Εχουν δημιουργήσει το δικό τους γκέτο, που είναι, σε σχέση με άλλα, το πιο προνομιούχο. Κάνουν τα δικά τους πράγματα στα στέκια τους, ερήμην της νομοθεσίας, της μη κοινωνικής αποδοχής, της υποκρισίας, και ζουν πλέον μια αρκετά υποφερτή ζωή. Αξιολύπητοι είναι αυτοί που βρίσκονται εκτός οποιουδήποτε οικογενειακού δικτύου, οι συνταξιούχοι. Ενα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει κοιτάξει κατάματα την τρίτη ηλικία».
- Νιώθετε ότι όσο μεγαλώνετε γίνεστε συντηρητικός;
«Οχι συντηρητικός, αλλά σώφρων. Αν εγώ και οι ομοϊδεάτες μου είχαμε πάρει την εξουσία όταν ήμασταν είκοσι χρονώ, τα αποτελέσματα θα ήταν ολέθρια. Ενας 25άρης δεν έχει την ικανότητα να διακρίνει την αναγκαιότητα του συμβιβασμού. Τα κινήματα φονταμενταλισμού στην Αλγερία το '90, που στοίχισαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, προέκυψαν από μια δικαιολογημένη αγανάκτηση νεαρών απέναντι στην ανεργία και στα διεφθαρμένα καθεστώτα. Εγιναν αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις, όπως στη σταλινική εποχή. Η ηγεσία του κινήματος είχε μέσο όρο ηλικίας τα 19 χρόνια. Τελικά κήρυξε μαζικό φάτουα και ύστερα από ολέθριες σφαγές αυτοδιαλύθηκε. Τα επαναστατικά κινήματα μπορούν να γίνουν δυνάστες. Βλέπω εδώ τις αντιδράσεις νεαρών, που έχουν διευρυνθεί πέρα από τα παιδιά καλών οικογενειών, με πιάνο, καλόγριες και εκκλησίες. Πάντοτε αυτή η καταραμένη μεσαία τάξη είναι οι εξουσιαστές και οι αντεξουσιαστές. Θα θρηνήσουμε, όμως, θύματα. Δεν παίρνει και πολύ μια βόμβα να παρασύρει -άθελά τους- δέκα άτομα στο θάνατο. Είναι μια ατελέσφορη πράξη, όπως ο φράχτης στον Εβρο».
Τα φεστιβάλ είναι αναγκαίο κακό
- Τέταρτη φορά που επιλέγεται ταινία σας στην Μπερλινάλε. Νιώθετε ότι ανοίξατε το δρόμο στο ελληνικό σινεμά για τα ξένα φεστιβάλ;
«Η μόνη φεστιβαλική φωνή ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Το ελληνικό σινεμά είχε τελματώσει, όχι επειδή δεν υπήρχαν ταλέντα. Είχε διαστρεβλωθεί το σύστημα που εδραιώθηκε το '80 με το νομοσχέδιο της Μελίνας. Για να έχεις πρόσβαση σε χρηματοδότηση, έπρεπε να είσαι στο σωστό συνδικάτο ή πολιτικό κόμμα. Γι' αυτό είδαμε να παράγονται βλακείες και να παραποιείται η έννοια auteur. Εγώ ήρθα από τη Βρετανία και η πρώτη μου ταινία -η αγγλόφωνη "Three steps to heaven" (1995)- είχε πάει στο "Δεκαπενθήμερο" των Κανών. Δεν μπορούσαν να μου πουν "ζητάς λεφτά, ρε φίλε;". Τα χρήματα για την "Ακρη της πόλης" δόθηκαν από ιδιώτες και μετά μπήκε το ΕΚΚ».
- Στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μιλήσατε απαξιωτικά για τα ξένα φεστιβάλ. Γιατί;
«Στη Βενετία, ο Ταραντίνο έδωσε το πρώτο βραβείο στην πρώην γκόμενα του, την Κόπολα. Συχνά παίρνουν Χρυσή Αρκτο ή Φοίνικα ταινίες χωρίς αισθητική ή πολιτισμική αξία. Τα φεστιβάλ είναι λίγο σαν τα μεγάλα πανεπιστήμια, σαν τα τελευταία οχυρά της προοδευτικής Αριστεράς. Δεν καταλαβαίνουν τις νέες τάσεις. Υποστηρίζουν ένα art house σινεμά, που υποτίθεται ότι είναι πρωτοποριακό. Στα εικαστικά πλέον, σε ανθρώπους σαν τον Μάθιου Μπάρνεϊ, βρίσκουμε την πρωτοπορία. Τα φεστιβάλ είναι ένα τεράστιο πλέγμα συμφερόντων. Φυσικά υπάρχουν εξαιρετικές βραβευμένες ταινίες. Τα φεστιβάλ είναι αναγκαίο κακό. Οπως πρέπει να πας στην τράπεζα και να πάρεις δάνειο ή στο ΚΕΠ να διεκπεραιώσεις μια δουλειά».
- Για το μέλλον του ελληνικού σινεμά είστε αισιόδοξος;
«Καθάρισε ο αχταρμάς με τα συνδικάτα. Πρέπει να τοποθετηθούν σωστά πρόσωπα σε σωστές θέσεις. Να μην υποκύψουν σε πιέσεις. Δεν είναι εύκολο, λόγω γλώσσας, να ταξιδέψουν οι ελληνικές ταινίες. Βέβαια τα φεστιβάλ, όπως και η Αριστερά, ενδιαφέρονται για μια χώρα σε κρίση. Παλιά ήταν το Ιράν, μετά η Αργεντινή. Ολοι κατενθουσιασμένοι έλεγαν "κοίτα τι ταινία έκαναν τσάμπα". Ψάχνουμε σαν αχόρταγοι την επόμενη χώρα σε κρίση και αμφισβήτηση, για να πέσουμε πάνω της σαν γύπας. Ετσι είναι η πολιτική, έτσι και ο πολιτισμός».*
«Οσα δείχνει η ταινία τα έχουμε ζήσει»
Μόλις λίγα μέτρα πιο μακριά, στο κτήριο της Νομικής, 220 μετανάστες ξεκινούσαν απεργία πείνας ζητώντας πολιτικό άσυλο.
Δεν ήταν αυτός ο λόγος που συναντήσαμε σε ένα καφέ στα Εξάρχεια τους δύο Αφγανούς μετανάστες, τον 22χρονο Χαλίλ Αλιζοντά και τον 20χρονο Ραχίμ Ραχίμι. Αν και το ταξίδι προς την Ελλάδα σήμαινε και γι' αυτούς μια διαδρομή που δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, η τύχη τους τώρα μοιάζει καλύτερη από αυτή των συμπατριωτών τους, κατ' αρχήν γιατί έχουν πολιτικό άσυλο.
Στην επικαιρότητα τους φέρνει ένας κινηματογραφικός λόγος. Είναι δύο από τους 30 Αφγανούς ναυαγούς που παίζουν στο «Man at sea». Ο Χαλίλ Αλιζοντά υποδύεται τον Ραφίντ, που γίνεται ο μεσάζοντας ανάμεσα στους ναυαγούς και τον καπετάνιο. Αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει γι' αυτούς προοπτική στην Ευρώπη. Ο Ραχίμ Ραχίμι παίζει τον Καμάλ, που καταφέρνει να δουλέψει κοντά στον μηχανικό του πλοίου.
Γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια στο Αφγανιστάν. Μεγάλωσαν στη Γάζνι, κοντά στην Καμπούλ. «Οι γονείς μας μας έδιωξαν για να μην πολεμήσουμε. Και τώρα είναι επικίνδυνα. Υπάρχουν περιοχές που ανήκουν στους Ταλιμπάν. Εμείς σταματήσαμε το σχολείο γιατί κινδυνεύαμε» λέει ο Χαλίλ Αλιζοντά. Προσθέτει με παράπονο ότι «οι συμμαθητές μου έγιναν μηχανικοί, γιατροί, εγώ τίποτα...». Ξανακάθησαν εδώ στα θρανία, για να μάθουν ελληνικά. Βρίσκεται στην Ελλάδα τρία χρόνια. Αλλά είναι εννέα χρόνια που έχει αποχωριστεί την οικογένεια του. Ο Ραχίμ Ραχίμι βρίσκεται εδώ τέσσερα χρόνια.
Ενας άλλος πόλεμος
«Απ' όταν φύγαμε, δεν έχουμε ξαναδεί τους δικούς μας» λέει ο Χαλίλ. «Καλά που υπάρχει και το Ιντερνετ» προσθέτει γελώντας. Οι δυο νεαροί, με μια έμφυτη ευγένεια ενάντια στα ρατσιστικά στερεότυπα που βλέπουν στους μετανάστες άξεστες συμπεριφορές, έχουν το χαμόγελο στα χείλη. «Τι να κάνουμε, να κλαίμε;» λέει ο Χαλίλ. «Φύγαμε από έναν πόλεμο στο Αφγανιστάν. Εδώ ζούμε άλλο "πόλεμο"». Δεν αναφέρεται τόσο στα ρατσιστικά φαινόμενα, που έχουν οξυνθεί τελευταία και ανάγκασαν τον Ραχίμ να φύγει από τον Αγιο Παντελεήμονα, γιατί, όπως λέει, «μετά τις έξι δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε στον δρόμο».
Μιλάει για τη δυσκολία να βρούνε δουλειά στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. «Δούλευα τρία χρόνια σε ένα μαρμαράδικο, που έκλεισε. Δεν βρίσκω κάτι άλλο. Πρέπει να στέλνω λεφτά στους γονείς μου, γιατί ο πατέρας μου δεν μπορεί να δουλέψει και τα αδέρφια μου είναι μικρά» εξηγεί. Ο Ραχίμ δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο έξι μέρες τη βδομάδα. Η Κυριακή είναι η μέρα της σχόλης. «Παίζουμε μπάλα, κανά μπιλιάρδο, κάνουμε βόλτες» λέει.
Η ανεργία διώχνει πια μετανάστες από τη χώρα μας. «Οι περισσότεροι Αφγανοί που δουλέψαμε στην ταινία, έχουν φύγει. Γύρισαν στο Αφγανιστάν ή πήγαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης» εξηγεί ο Χαλίλ.
Είναι ενθουσιασμένοι με την εμπειρία της ταινίας και τη συνεργασία με τον Γιάνναρη. Ο Χαλίλ μάλιστα θα ξεκινήσει μαθήματα σ' ένα θεατρικό εργαστήρι. «Η ταινία του Γιάνναρη είναι ρεαλιστική. Εμείς αυτά τα πράγματα τα έχουμε ζήσει» λέει με μια επιμονή στα μάτια. «Ακουσατε τι έγινε πριν από μία βδομάδα στην Κέρκυρα; Αν μπορείτε να καταλάβετε... αυτό το πράγμα είναι η ταινία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου